Substantive (ουσιαστικό)
/ˈskeɪli teɪl/
Ο όρος "scaly-tail" αναφέρεται συχνά σε ζώα που φέρουν χαρακτηριστικά λέπια στην ουρά τους. Στην επιστήμη της ζωολογίας, μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένες οικογένειες ζώων που ανήκουν σε μια κατηγορία που έχει ταυτοποιηθεί λόγω των φυσικών τους χαρακτηριστικών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα που συζητούν την ορνιθολογία ή τη φυσική ιστορία.
Η χρήση αυτού του όρου είναι σχετικά περιορισμένη και πιο συχνή σε πορισματικά ή επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο σαυρα ερπετό βρέθηκε στην πυκνή δασώδη περιοχή.
Scientists are studying the genetics of the scaly-tail species.
Οι επιστήμονες μελετούν τη γενετική των ειδών με ουρά με λέπια.
The scaly-tail monkey has unique adaptations for its habitat.
Ελλείψει κοινών ή γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων που να περιλαμβάνουν τον όρο "scaly-tail", προτείνω εναλλακτικές εκφράσεις που μπορούν να εμπεριέχουν την ιδέα των "λεπών" ή "λεπιαστών" χαρακτηριστικών, αν και δεν είναι συγκεκριμένα με τον όρο αυτό. Παρακάτω παρατίθεται μια λίστα με σχετικές φράσεις:
Φαινόταν να έχει μια λεπιαστή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.
The project was going downhill due to the scaly-tail management strategies employed.
Το έργο πήγαινε άσχημα λόγω των λεπιαστών στρατηγικών διαχείρισης που εφαρμόστηκαν.
Don't take a scaly-tail stance on this matter, be straightforward.
Η λέξη "scaly-tail" προέρχεται από τη σύνθεση των αγγλικών λέξεων "scaly" (λεπιαστός) και "tail" (ουρά). Ο συνδυασμός τους προέκυψε για να περιγράψει τα φυσικά χαρακτηριστικά ζωικών οργανισμών που διαθέτουν ουρές με λέπια.
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "scaly-tail" καθώς και την εφαρμογή του.