scena είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈsiː.nə/
Η λέξη "scena" (σκηνή) χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν διακριτό χώρο ή μια κατάσταση, ιδιαίτερα σε θεατρικά έργα ή κινηματογραφικές παραγωγές. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο καλλιτεχνικά και θεατρικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι χαμηλότερη σε προφορικό λόγο και συναντάται πιο συχνά στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε αναφορές σε παραστάσεις ή θεατρικά έργα.
"The scena of the play was beautifully designed."
(Η σκηνή της παράστασης ήταν υπέροχα σχεδιασμένη.)
"The scena shifts from a dark forest to a vibrant city."
(Η σκηνή μεταφέρεται από ένα σκοτεινό δάσος σε μια ζωντανή πόλη.)
"In opera, the scena often sets the mood for the performance."
(Στην όπερα, η σκηνή συχνά καθορίζει τη διάθεση για την παράσταση.)
Η λέξη "scena" μπορεί να μην είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή συνομιλία, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα που σχετίζονται με την τέχνη και τον πολιτισμό.
"Set the scena."
(Δημιουργώ την ατμόσφαιρα.)
Χρησιμοποιείται για να εννοηθεί ότι κάποιος δημιουργεί το σωστό περιβάλλον ή την ατμόσφαιρα για κάτι.
"Behind the scena."
(Πίσω από τη σκηνή.)
Αναφέρεται σε γεγονότα ή δραστηριότητες που συμβαίνουν εκτός του ορατού, δηλαδή πίσω από την κύρια δράση.
"Draw the scena."
(Σχεδιάζω τη σκηνή.)
Χρησιμοποιείται στην καλλιτεχνική δημιουργία όταν κάποιος ετοιμάζει ή προγραμματίζει την οπτική σκηνή μιας παράστασης.
Η λέξη "scena" προέρχεται από το Ελληνικό "σκηνή" (skēnē), που αναφερόταν αρχικά σε μια κατασκευή που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία ελληνική θεατρική τέχνη για να καλύψει τις υποδομές της αναπαράστασης.
Συνώνυμα: - σκηνικό - σκηνή
Αντώνυμα:
- εκτός σκηνής (off-stage)
- στο παρασκήνιο (in the background)