Ο όρος "schizontocidal activity" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌskɪzɒnˈtoʊsaɪdəl ækˈtɪvɪti/
Η "schizontocidal activity" αναφέρεται στη ικανότητα ενός παράγοντα (συνήθως ενός φαρμάκου ή μιας χημικής ένωσης) να καταστρέφει σχιστόντες, οι οποίοι είναι οι ενήλικες μορφές του παρασιτικού οργανισμού που προκαλεί ελονοσία. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της φαρμακολογίας και της ιατρικής. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε επιστημονικά και ειδικευμένα κείμενα παρά στον καθημερινό λόγο.
Το νέο αντιμαλάρια φάρμακο έχει δείξει εντυπωσιακή δραστηριότητα σκηνοτοντοκτόνου σε κλινικές δοκιμές.
Researchers are focusing on compounds with high schizontocidal activity to combat drug-resistant malaria strains.
Η φράση "schizontocidal activity" μπορεί να μην χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντική στην επιστημονική ορολογία. Ωστόσο, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε πιο γενικές προτάσεις ή φράσεις σχετικά με τη θεραπεία και τη φαρμακευτική έρευνα.
Υπάρχει πίεση για περισσότερη έρευνα γύρω από τη δραστηριότητα σκηνοτοντοκτόνου των φυσικών προϊόντων.
The effectiveness of this treatment is largely due to its strong schizontocidal activity.
Η αποτελεσματικότητα αυτής της θεραπείας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατή δραστηριότητα σκηνοτοντοκτόνου της.
Studies have revealed that compounds with schizontocidal activity can vary in potency.
Ο όρος "schizontocidal" προέρχεται από το "schizont," που αναφέρεται στην ενήλικη μορφή του παρασίτου της ελονοσίας, και το "-cidal," το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "caedere" που σημαίνει "να σκοτώνει."
Συνώνυμα: - Antimalarial activity - Parasite-killing activity
Αντώνυμα: - Schizontoprotective activity (δηλαδή, η ικανότητα να προστατεύει τους σχιστόντες αντί να τους καταστρέφει)
Η "schizontocidal activity" αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα στην ανάπτυξη θεραπειών κατά της ελονοσίας και στη μελέτη της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων.