Adjective (Επίθετο)
/ˈʃmɔːl.tsi/
Η λέξη "schmaltzy" παράγεται από την γερμανική λέξη "Schmalz," που σημαίνει "λίπος" ή "μαργαρίνη," και χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι υπερβολικά ρομαντικό ή συναισθηματικό, με μια αίσθηση σαχλότητας ή έλλειψης ειλικρίνειας. Συνήθως χρησιμοποιείται για ταινίες, μουσική ή οποιαδήποτε τέχνη που εκφράζει συναισθήματα με τρόπο που θεωρείται «πληθωρικός» ή «ξεχειλωμένος».
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικούς διαλόγους. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε κριτικές ή αναφορές σε τέχνες και μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η ρομαντική ταινία ήταν λίγο υπερβολικά σαχλή για τα γούστα μου.
I found the song's lyrics schmaltzy and lacking depth.
Βρήκα ότι οι στίχοι του τραγουδιού είναι υπερβολικά σαχλοί και χωρίς βάθος.
His speech was filled with schmaltzy clichés that made me cringe.
Η λέξη "schmaltzy" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την τέχνη ή την ανάπτυξη συναισθηματικών συνδέσεων.
Μερικές φορές νιώθω υπερβολικά ρομαντικός για τον έρωτα, σκεφτόμενος όλες τις χαμένες ευκαιρίες.
Schmaltzy sentimentality
Η έκφραση υπερβολικής συναισθηματικότητας του ήταν αντιεπαγγελματική κατά τη διάρκεια της σοβαρής συζήτησης.
A schmaltzy ending
Η ταινία τελείωσε με μια υπερβολικά ρομαντική ανατροπή που άφησε τους κριτικούς διχασμένους.
Schmaltzy romance novels
Αγαπούσε να διαβάζει σαχλές ρομαντικές νουβέλες, ακόμα κι αν ήταν κλισέ.
Avoiding schmaltzy gestures
Η λέξη "schmaltzy" έχει τις ρίζες της στη γερμανική λέξη "Schmalz," η οποία σημαίνει "λίπος". Ανταγωνίζεται με μια ιδέα που σχετίζεται με υπερβολική γλυκύτητα ή λιπαρότητα στους τρόπους έκφρασης συναισθημάτων.
Συνώνυμα: sentimental, maudlin, sappy
Αντώνυμα: unfeeling, unsentimental, dry