Το "schnorrer" είναι ουσιαστικό.
/iːˈʃnɔːrə(r)/
Η λέξη "schnorrer" προέρχεται από τη γερμανική γλώσσα και χρησιμοποιείται στα Αγγλικά για να περιγράψει κάποιον που ζητάει ή παίρνει χρήματα ή αγαθά από άλλους χωρίς να προσφέρει κάτι σε αντάλλαγμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει μια αρνητική χροιά και υποδηλώνει μια έλλειψη ευγένειας ή σεβασμού προς τους άλλους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό λόγο και σε ανInformal γραφές, ενώ η συχνότητα χρήσης του ποικίλλει ανάλογα με το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο.
He is such a schnorrer; he always asks for favors without giving anything back.
Είναι τόσο ζητιάνος; Πάντα ζητάει χάρη χωρίς να δίνει τίποτα σε αντάλλαγμα.
Don't be a schnorrer at the party; contribute something to the potluck!
Μην είσαι ζητιάνος στο πάρτι; Συνεισέφερε κάτι στο κοινό τραπέζι!
People often avoid him because they see him as a schnorrer.
Οι άνθρωποι συχνά τον αποφεύγουν γιατί τον βλέπουν ως ζητιάνο.
Η λέξη "schnorrer" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους προφορικούς σχόλια και περιγραφές:
"He's always looking for a free meal; what a schnorrer!"
Πάντα ψάχνει ένα δωρεάν γεύμα; Τι ζητιάνος!
"You can't be a schnorrer and expect everyone to like you."
Δεν μπορείς να είσαι ζητιάνος και να περιμένεις ότι θα αρέσεις σε όλους.
"She invited him over, but he came as a schnorrer, expecting to mooch off her."
Τον προσκάλεσε, αλλά ήρθε ως ζητιάνος, περιμένοντας να επωφεληθεί από αυτήν.
"If you want friends, don't be a schnorrer; share what you have!"
Αν θέλεις φίλους, μην είσαι ζητιάνος; Μοιράσου ό,τι έχεις!
"He has a reputation of being a schnorrer in our friend group."
Έχει φήμη του ζητιάνου στην παρέα μας.
"Don't let the schnorrers take advantage of your kindness."
Μην αφήνεις τους ζητιάνους να εκμεταλλεύονται την καλοσύνη σου.
Η λέξη "schnorrer" προέρχεται από το γερμανικό "schnorren", που σημαίνει "να ζητάς" ή "να επιδιώκεις". Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει άτομα που ζητούν χρήματα ή αγαθά χωρίς να τα έχουν δικαιώματα.