Ρήμα (scoff)
/ˈskɒfɪŋ/
Η λέξη "scoffing" προέρχεται από το ρήμα "scoff" και σημαίνει την πράξη της κοροϊδίας ή του γελοιοποίησης κάποιου ή κάτι. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως για να εκφράσει περιφρόνηση ή έλλειψη σοβαρότητας προς μια ιδέα, άτομο ή κατάσταση.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "scoffing" εμφανίζεται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι ελαφρώς πιο συνηθισμένη σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως άρθρα και βιβλία.
Οι μαθητές κορόιδευαν τους νέους κανόνες του δασκάλου.
She couldn't help scoffing at his ridiculous suggestions.
Δεν μπορούσε να μην κοροϊδέψει τις γελοίες προτάσεις του.
People were scoffing at the idea of a week without technology.
Αυτός κορόιδευε τις συμβάσεις φορώντας αθλητικά παπούτσια στη formal εκδήλωση.
Scoffing dismissively
Εκείνη απάντησε στις ανησυχίες του κοροϊδεύοντας απαξιωτικά, κάνοντάς τον να νιώθει ότι δεν τον άκουγε κανείς.
Sitting back and scoffing
Εκείνοι καθόντουσαν και κορόιδευαν ενώ οι άλλοι εργάζονταν σκληρά.
Scoffing at the skeptics
Η λέξη "scoff" κατάγεται από το μεσαιωνικό αγγλικό "scof" που σήμαινε "να γελάς ή να κοροϊδεύεις". Είναι πιθανόν να έχει ρίζες στη νορμανδική λέξη "escaufier", που σημαίνει "να περιφρονείς".
Συνώνυμα: - Mocking (κοροϊδεύοντας) - Ridiculing (γελοιοποιώντας)
Αντώνυμα: - Respecting (σέβεται) - Approving (εγκρίνει)