scoffing - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

scoffing (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (scoff)

Φωνητική μεταγραφή

/ˈskɒfɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "scoffing" προέρχεται από το ρήμα "scoff" και σημαίνει την πράξη της κοροϊδίας ή του γελοιοποίησης κάποιου ή κάτι. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως για να εκφράσει περιφρόνηση ή έλλειψη σοβαρότητας προς μια ιδέα, άτομο ή κατάσταση.

Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "scoffing" εμφανίζεται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι ελαφρώς πιο συνηθισμένη σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως άρθρα και βιβλία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The students were scoffing at the teacher's new rules.
  2. Οι μαθητές κορόιδευαν τους νέους κανόνες του δασκάλου.

  3. She couldn't help scoffing at his ridiculous suggestions.

  4. Δεν μπορούσε να μην κοροϊδέψει τις γελοίες προτάσεις του.

  5. People were scoffing at the idea of a week without technology.

  6. Οι άνθρωποι κορόιδευαν την ιδέα μιας εβδομάδας χωρίς τεχνολογία.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "scoffing"

  1. Scoffing at convention
  2. Η κοροϊδία των συμβάσεων
  3. He was scoffing at convention by wearing sneakers to the formal event.
  4. Αυτός κορόιδευε τις συμβάσεις φορώντας αθλητικά παπούτσια στη formal εκδήλωση.

  5. Scoffing dismissively

  6. Κοροϊδεύοντας απαξιωτικά
  7. She answered his concerns by scoffing dismissively, making him feel unheard.
  8. Εκείνη απάντησε στις ανησυχίες του κοροϊδεύοντας απαξιωτικά, κάνοντάς τον να νιώθει ότι δεν τον άκουγε κανείς.

  9. Sitting back and scoffing

  10. Καθισμένα και κοροϊδεύοντας
  11. They were sitting back and scoffing as others worked hard.
  12. Εκείνοι καθόντουσαν και κορόιδευαν ενώ οι άλλοι εργάζονταν σκληρά.

  13. Scoffing at the skeptics

  14. Κοροϊδεύοντας τους σκεπτικιστές
  15. She was scoffing at the skeptics who doubted her project.
  16. Κορόιδευε τους σκεπτικιστές που αμφισβήτησαν το έργο της.

Ετυμολογία

Η λέξη "scoff" κατάγεται από το μεσαιωνικό αγγλικό "scof" που σήμαινε "να γελάς ή να κοροϊδεύεις". Είναι πιθανόν να έχει ρίζες στη νορμανδική λέξη "escaufier", που σημαίνει "να περιφρονείς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Mocking (κοροϊδεύοντας) - Ridiculing (γελοιοποιώντας)

Αντώνυμα: - Respecting (σέβεται) - Approving (εγκρίνει)



25-07-2024