Ο όρος "scrollable cursor" είναι ουσιαστικό σύνθετο.
/ˈskroʊləbl ˈkɜrsər/
O όρος "scrollable cursor" αναφέρεται σε έναν τύπο δείκτη που χρησιμοποιείται σε εφαρμογές υπολογιστών και βάσεων δεδομένων. Εξασφαλίζει τη δυνατότητα μετακίνησης (scrolling) μέσα σε ένα σύνολο αποτελεσμάτων ή δεδομένων. Είναι συνηθισμένο σε γραφικά περιβάλλοντα και προγράμματα που απαιτούν πλοήγηση μέσω ενός μεγάλου αριθμού εγγράφων ή εγγραφών.
Η χρήση του είναι αρκετά συχνή σε ένα γραπτό πλαίσιο, όπως σε εγχειρίδια προγραμματισμού και τεχνικά έγγραφα, αλλά εμφανίζεται επίσης και στον προφορικό λόγο, συνήθως κατά τη διάρκεια συζητήσεων σχετικά με προγραμματιστικές ή σχεδιαστικές έννοιες.
Ο προγραμματιστής εφάρμοσε έναν ρυθμιζόμενο δείκτη για να βελτιώσει την πλοήγηση των δεδομένων στην εφαρμογή.
Using a scrollable cursor enables users to easily browse through large datasets.
Η χρήση ενός κύλισης δείκτη επιτρέπει στους χρήστες να περιηγούνται εύκολα σε μεγάλες βάσεις δεδομένων.
The scrollable cursor helps in fetching records from the database without overloading the system.
Αν και ο όρος "scrollable cursor" μπορεί να μην έχει πολλές παραδοσιακές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με διαφορετικές τεχνολογικές φράσεις. Ορισμένες εκφράσεις περιλαμβάνουν:
Πρέπει να βελτιώσεις τις ρυθμίσεις του ρυθμιζόμενου δείκτη σου για βέλτιστη απόδοση.
"The scrollable cursor feature has become essential in modern applications."
Η δυνατότητα του δείκτη κύλισης έχει γίνει απαραίτητη στις σύγχρονες εφαρμογές.
"Regular updates to the scrollable cursor functionality can enhance user experience."
Ο όρος "scrollable cursor" αποτελείται από τη λέξη "scrollable" (η οποία προέρχεται από το ρήμα "scroll" που σημαίνει κυλώ ή σκρολ) και την λέξη "cursor" (που προέρχεται από το λατινικό "cursorius" που σημαίνει "τρέχων" ή "κινούμενος").