Scrubbing είναι ουσιαστικό (noun) και μπορεί να χρησιμοποιείται και ως ρηματικό (verb form - scrubbing).
/ˈskrʌbɪŋ/
Η λέξη "scrubbing" αναφέρεται συνήθως στη διαδικασία καθαρισμού επιφανειών με χρήση μιας συσκευής ή εργαλείου, όπως σφουγγάρι ή βούρτσα. Χρησιμοποιείται επίσης σε τεχνολογικά περιβάλλοντα για την έννοια καθαρισμού δεδομένων ή λογισμικού. Στη γλώσσα των υπολογιστών, η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αφαίρεση ή την επεξεργασία των δεδομένων. Συνήθως είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο και στον τον γραπτό λόγο που σχετίζεται με τεχνικές ή νοικοκυριό.
Ξόδεψε όλο το απόγευμα τρίβοντας το δάπεδο της κουζίνας.
The technician is scrubbing the old data from the server.
Ο τεχνικός καθαρίζει τα παλιά δεδομένα από τον διακομιστή.
After scrubbing the pots and pans, they looked brand new.
Η λέξη "scrub" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές είναι:
Translation: "Το αυτοκίνητο καθαρίστηκε πλήρως μετά το ταξίδι."
Scrub out
Translation: "Έπρεπε να διαγράψει όλα τα παλιά αρχεία πριν προσθέσει νέα."
Scrubbing in
Translation: "Ο χειρουργός ετοιμάζεται πριν την επέμβαση."
Scrub away
Translation: "Έπρεπε να τρίψει τους λεκέδες από τη μπογιά στον τοίχο."
To scrub someone’s name off a list
Η λέξη "scrub" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "scrubbe," που σημαίνει "να τρίβω" ή "να σκουπίζω." Η χρήση της έχει εξελιχθεί με τον χρόνο, ενσωματώνοντας τόσο φυσικές όσο και τεχνολογικές διαδικασίες.