scrubbing - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

scrubbing (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Scrubbing είναι ουσιαστικό (noun) και μπορεί να χρησιμοποιείται και ως ρηματικό (verb form - scrubbing).

Φωνητική μεταγραφή

/ˈskrʌbɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "scrubbing" αναφέρεται συνήθως στη διαδικασία καθαρισμού επιφανειών με χρήση μιας συσκευής ή εργαλείου, όπως σφουγγάρι ή βούρτσα. Χρησιμοποιείται επίσης σε τεχνολογικά περιβάλλοντα για την έννοια καθαρισμού δεδομένων ή λογισμικού. Στη γλώσσα των υπολογιστών, η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αφαίρεση ή την επεξεργασία των δεδομένων. Συνήθως είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο και στον τον γραπτό λόγο που σχετίζεται με τεχνικές ή νοικοκυριό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. She spent the whole afternoon scrubbing the kitchen floor.
  2. Ξόδεψε όλο το απόγευμα τρίβοντας το δάπεδο της κουζίνας.

  3. The technician is scrubbing the old data from the server.

  4. Ο τεχνικός καθαρίζει τα παλιά δεδομένα από τον διακομιστή.

  5. After scrubbing the pots and pans, they looked brand new.

  6. Μετά το τρίψιμο των κατσαρολών και των τηγανιών, φαίνονταν καινούριες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "scrub" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές είναι:

  1. Scrubbed clean
  2. Example: "The car was scrubbed clean after the road trip."
  3. Translation: "Το αυτοκίνητο καθαρίστηκε πλήρως μετά το ταξίδι."

  4. Scrub out

  5. Example: "He had to scrub out all the old files before adding new ones."
  6. Translation: "Έπρεπε να διαγράψει όλα τα παλιά αρχεία πριν προσθέσει νέα."

  7. Scrubbing in

  8. Example: "The surgeon is scrubbing in before the operation."
  9. Translation: "Ο χειρουργός ετοιμάζεται πριν την επέμβαση."

  10. Scrub away

  11. Example: "She had to scrub away the paint stains on the wall."
  12. Translation: "Έπρεπε να τρίψει τους λεκέδες από τη μπογιά στον τοίχο."

  13. To scrub someone’s name off a list

  14. Example: "They decided to scrub her name off the guest list."
  15. Translation: "Αποφάσισαν να διαγράψουν το όνομά της από τη λίστα των καλεσμένων."

Ετυμολογία

Η λέξη "scrub" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "scrubbe," που σημαίνει "να τρίβω" ή "να σκουπίζω." Η χρήση της έχει εξελιχθεί με τον χρόνο, ενσωματώνοντας τόσο φυσικές όσο και τεχνολογικές διαδικασίες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024