scrump - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

scrump (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/skrʌmp/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "scrump" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη της κλοπής φρούτων από έναν κήπο ή ένα χωράφι. Χρησιμοποιείται συχνά στο βρετανικό αγγλικό και έχει έναν άτυπο, σχεδόν παιχνιδιάρικο τόνο. Η συχνότητα χρήσης της είναι χαμηλότερη σε συγκρίσεις με άλλα ρήματα και προτιμάται περισσότερο στον προφορικό λόγο ή σε μη επιστημονικά γραπτά.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. He used to scrump apples from the neighbor's garden when he was a child.
    Αυτός είχε συνήθεια να κλέβει μήλα από τον κήπο του γείτονα όταν ήταν παιδί.

  2. They were caught trying to scrump some berries from a nearby field.
    Πιάστηκαν να προσπαθούν να κλέψουν μερικά μούρα από ένα κοντινό χωράφι.

  3. During the summer, kids often scrump fruits to make pies.
    Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τα παιδιά συχνά κλέβουν φρούτα για να φτιάξουν πίτες.

Ιδιωματική χρήση

Η λέξη "scrump" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρεθεί σε περιγραφές σχετικές με την κλοπή ή την αδικία με έναν παιχνιδιάρικο τόνο.

  1. To scrump around the area for ripe fruits is a childhood memory for many.
    Το να κλέβεις γύρω από την περιοχή για ώριμα φρούτα είναι μια παιδική ανάμνηση για πολλούς.

  2. Don't scrump too much; you'll get in trouble!
    Μην κλέβεις πολύ! Θα μπλέξεις σε μπελάδες!

  3. The thrill of scrumping apples brings back fond memories of summer days.
    Η αίσθηση του να κλέβεις μήλα ξυπνά όμορφες αναμνήσεις από καλοκαιρινές μέρες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "scrump" προέρχεται από την αγγλική διάλεκτο και συνδέεται με το "scrumptious," που σημαίνει νόστιμο ή λαχταριστό. Αναφέρεται στην κλοπή νόστιμων φρούτων και προϊόντων, και έχει μια άτυπη και παιγνιώδη διάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Steal (κλέβω) - Pilfer (κλέβω μικρές ποσότητες)

Αντώνυμα: - Give (δίνω) - Donate (χαρίζω)



25-07-2024