Το "sea cat" είναι ουσιαστικό.
[siː kæt]
Ο όρος "sea cat" αναφέρεται συνήθως σε δύο διαφορετικά συμφραζόμενα: 1. Ένα είδος ψαριού που ανήκει στην οικογένεια των καρχαριών, γνωστός για την επίπεδη μορφή του και την ομοιότητά του με γάτα. 2. Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να αναφέρεται σε γάτες που ζουν σε παράκτιες περιοχές ή γάτες που αγαπούν το νερό.
Η χρήση του "sea cat" είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, ειδικότερα σε πλαίσια που συζητούν θαλάσσια ζωή ή οικολογία.
"Η γάτα της θάλασσας βρίσκεται συχνά σε ρηχά νερά."
"Many fishermen are familiar with the behavior of the sea cat."
Δεν υπάρχουν ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την φράση "sea cat". Ωστόσο, η συζήτηση μπορεί να περιλαμβάνει πιο γενικές θαλάσσιες ή υδάτινες αναφορές, όπως π.χ.:
"Ακριβώς όπως μια γάτα της θάλασσας, ήταν καλά προσαρμοσμένη στο περιβάλλον της."
"He prowls the shoreline like a sea cat searching for prey."
"Περπατάει στην ακτή όπως μια γάτα της θάλασσας που ψάχνει για θηράματα."
"They say the sea cat is a scavenger of the ocean."
Η έκφραση "sea cat" αποτελείται από δύο λέξεις: "sea" που προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "sǣ" και "cat", που έχει ρίζες στην αρχαία ελληνική λέξη "κατά" (καταγωγή από τον λατινικό όρο "cattus"). Η σύνθεση αυτών των δύο λέξεων παραπέμπει στην εικόνα ενός πλάσματος που σχετίζεται με τη θάλασσα και έχει χαρακτηριστικά γάτας.
Με αυτή την οργάνωση οι πληροφορίες δίνουν μια σαφή εικόνα του όρου "sea cat".