Ο συνδυασμός "sea level datum" αποτελεί ένα ουσιαστικό φράση.
/ˈsiː ˈlɛvəl ˈdeɪtəm/
Ο όρος "sea level datum" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο που χρησιμοποιείται ως βάση για το μέτρημα του υψομέτρου ή άλλων γεωγραφικών μετρήσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γεωγραφία, τη γεωλογία, την υδρολογία και την πολιτική μηχανική. Ο όρος είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά κείμενα, μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις ειδικών.
Ο όρος δεν είναι εξαιρετικά κοινός στην καθημερινή γλώσσα, κυρίως χρησιμοποιείται από επιστήμονες και επαγγελματίες στα πεδία της γεωγραφίας και της πολιτικής μηχανικής.
Το ύψος του κτηρίου μετρήθηκε σε σχέση με το επίπεδο της θάλασσας.
Accurate mapping requires a reliable sea level datum.
Η ακριβής χαρτογράφηση απαιτεί ένα αξιόπιστο δεδομένο επιπέδου θάλασσας.
Changes in sea level datum can affect coastal construction projects.
Ο όρος "sea level datum" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά είναι σημαντικός στους επαγγελματικούς και τεχνικούς τομείς.
Η λέξη "datum" προέρχεται από τη λατινική λέξη "datum", που σημαίνει "δοσμένο" ή "πληροφορία". Ο όρος "sea level" αναφέρεται στην επιφάνεια της θάλασσας, η οποία θεωρείται ως το πρότυπο επίπεδο αναφοράς.
Συνώνυμα: - reference level - base level
Αντώνυμα: - peak level (υψηλότερο επίπεδο) - elevation above sea level (ύψος πάνω από το επίπεδο θάλασσας)
Ο όρος "sea level datum" παίζει κρίσιμο ρόλο στην επιστήμη της γεωγραφίας και των σχετικών τομέων, και είναι απαραίτητος για ακριβείς μετρήσεις. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστός στο ευρύ κοινό, οι χρήσεις του είναι σημαντικές για επαγγελματίες στον τομέα αυτό.