"sea-fish" είναι ουσιαστικό.
/siː fɪʃ/
Ο όρος "sea-fish" αναφέρεται σε ψάρια που ζουν στη θάλασσα, σε αντίθεση με τα γλυκού νερού ψάρια. Είναι μια γενική κατηγορία που περιλαμβάνει διάφορους τύπους ψαριών, όπως ο τόνος, η σαρδέλα, η ρέγγα, κ.ά. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που σχετίζονται με αλιεία, θαλάσσια οικοσυστήματα και γαστρονομία.
Η χρήση της λέξης στα Αγγλικά είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και γαστρονομικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, οι άνθρωποι συνήθως αναφέρονται σε συγκεκριμένα είδη ψαριών.
Το εστιατόριο είναι ειδικό στις πιάτα θαλασσινού ψαριού.
Many species of sea-fish are threatened due to overfishing.
Πολλά είδη θαλασσινού ψαριού είναι υπό απειλή λόγω της υπεραλίευσης.
In coastal regions, sea-fish are a staple of the local diet.
Ο όρος "sea-fish" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγράμματα που αναφέρονται στους ωκεανούς και τη θαλάσσια ζωή.
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην αφθονία επιλογών που υπάρχουν.
"A big fish in a small pond."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει σημασία ή εξουσία σε ένα περιορισμένο περιβάλλον.
"As different as fish from the sea."
Ο όρος "sea-fish" προέρχεται από τις λέξεις "sea" (θάλασσα) και "fish" (ψάρι) στα Αγγλικά, με τη σύνθεση να δηλώνει την προέλευση του ψαριού από τη θάλασσα.
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "sea-fish".