Seafarer: ουσιαστικό
/ˈsiːˌfɛərər/
Seafarer αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται ή ζει στη θάλασσα, συνήθως ναυτικός ή μέλος πληρώματος ενός πλοίου. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν τη ναυτιλία ή την ποσοτική ανάλυση των επαγγελμάτων στην θαλάσσια βιομηχανία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά πλαίσια.
Ο ναυτικός πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη θάλασσα.
Many seafarers face dangerous conditions while working.
Πολλοί ναυτικοί αντιμετωπίζουν επικίνδυνες συνθήκες κατά την εργασία τους.
The seafarer received training in navigation and safety procedures.
Η λέξη seafarer μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τη θάλασσα και τη ζωή στη ναυτιλία:
Η ζωή ενός ναυτικού είναι γεμάτη περιπέτειες και προκλήσεις.
Seafarers often form strong bonds with their crew members.
Οι ναυτικοί συχνά σχηματίζουν ισχυρούς δεσμούς με τα μέλη του πληρώματος τους.
Being a seafarer means being far from home for long periods.
Το να είσαι ναυτικός σημαίνει να είσαι μακριά από το σπίτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
The stories of seafarers are often filled with tales of the sea.
Οι ιστορίες των ναυτικών είναι συχνά γεμάτες αφηγήσεις για τη θάλασσα.
Seafarers have to deal with the unpredictability of the ocean.
Η λέξη "seafarer" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και είναι σύνθεση των λέξεων "sea" (θάλασσα) και "farer" (εκείνος που ταξιδεύει ή εργάζεται). Η λέξη αποτυπώνει τη σύνθεση της θάλασσας με τη δουλειά ή την περιπέτεια.
Συνώνυμα: - Sailor (ναυτικός) - Mariner (ναυτικός)
Αντώνυμα: - Landsman (άτομο που ζει στη στεριά) - Landlubber (άτομο που είναι άσχετο με τη ναυτική ζωή)