Φράση (Phrasal Adjective)
/siːld ɔːf/
Η φράση "sealed off" σημαίνει ότι κάτι έχει κλείσει ή έχει αποκλειστεί φυσικά ή μεταφορικά, έτσι ώστε να μην μπορεί να εισέλθει ή να εξέλθει κανείς. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου απαιτείται ασφάλεια, προστασία ή απομόνωση. Η φράση είναι σχετικά συχνή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γραπτό και προφορικό λόγο.
The area was sealed off after the accident.
Η περιοχή σφραγίστηκε μετά το ατύχημα.
The police sealed off the crime scene.
Η αστυνομία απομόνωσε τη σκηνή του εγκλήματος.
During the pandemic, many places were sealed off to prevent the spread of the virus.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλές περιοχές απομονώθηκαν για να αποτραπεί η εξάπλωση του ιού.
Η φράση "sealed off" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιφραστικές εκφράσεις που αφορούν την προστασία ή την απομόνωση.
Seal off from the outside world
After the disaster, the town was sealed off from the outside world.
Μετά την καταστροφή, η πόλη απομονώθηκε από τον έξω κόσμο.
Sealed off for safety reasons
The building was sealed off for safety reasons following the structural damage.
Το κτήριο σφραγίστηκε για λόγους ασφάλειας μετά την δομική ζημιά.
Sealed off by authorities
The area was sealed off by authorities during the investigation.
Η περιοχή σφραγίστηκε από τις αρχές κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Sealed off from outsiders
The community was sealed off from outsiders to preserve its traditions.
Η κοινότητα απομονώθηκε από τους ξένους για να διατηρήσει τις παραδόσεις της.
Η φράση "sealed off" προέρχεται από το ρήμα "seal", το οποίο σημαίνει "σφραγίζω, κλείνω" και τον όρο "off", που υποδηλώνει απομόνωση ή περιορισμό. Από κοινού, η φράση περιγράφει τη διαδικασία του κλειδώματος ή της απόκοψης ενός χώρου.
Συνώνυμα:
- confined
- isolated
- closed off
Αντώνυμα:
- open
- accessible
- connected