Ο όρος "sealing surface" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈsiːlɪŋ ˈsɜːrfɪs/
Η φράση "sealing surface" αναφέρεται σε μια επιφάνεια που έχει τη δυνατότητα να σφραγίζει ή να στεγανοποιεί μια ένωση ή μια συνδετική διαρροή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικά και τεχνικά συμφραζόμενα, για παράδειγμα σε σωληνώσεις, μηχανές ή κατασκευές που απαιτούν στεγανότητα.
Η φράση αυτή είναι ιδιαίτερα συχνή σε γραπτά κείμενα ή ειδικές τεχνικές αναφορές, λιγότερο κυρίως σε άμεσες προφορικές επικοινωνίες.
Η επιφάνεια σφράγισης πρέπει να καθαριστεί πριν από την εφαρμογή.
Ensure the sealing surface is free of debris to prevent leaks.
Η φράση "sealing surface" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές χρήσιμες φράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο:
Βεβαιωθείτε ότι η επιφάνεια σφράγισης είναι σωστά ευθυγραμμισμένη πριν σφίξετε τις βίδες.
A rough sealing surface can compromise the integrity of the seal.
Μια ανώμαλη επιφάνεια σφράγισης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ακεραιότητα της σφράγισης.
Inspect the sealing surface for any signs of wear and tear.
Η λέξη "sealing" προέρχεται από το ρήμα "seal" που σημαίνει “σφραγίζω” και προέρχεται από το παλαιότερο Αγγλικό “seol”, που σχετίζεται με την έννοια της προστασίας ή της απομόνωσης. Ο όρος "surface" προέρχεται από τη λατινική λέξη "superficies", που σημαίνει "επιφάνεια" ή "επικίνδυνη δομή".
Συνώνυμα: - sealing area - gasket surface
Αντώνυμα: - leaking area - open surface