Seamanlike είναι επίθετο.
/ˈsiː.mən.laɪk/
Η λέξη "seamanlike" χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές που είναι τυπικές ή αναμενόμενες από έναν ναυτικό. Αναφέρεται σε ικανότητες, γνώσεις, και δεξιότητες που σχετίζονται με τη ναυτική ζωή. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ναυτικές ή τεχνικές αναφορές.
Οι ναυτικές δεξιότητες του πληρώματος διασφάλισαν ένα ασφαλές ταξίδι δια σης θάλασσας.
His seamanlike demeanor impressed everyone aboard the ship.
Η λέξη "seamanlike" μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, σχετικές με τη ναυτική ζωή:
"Πράξε με ναυτικό τρόπο όταν βρίσκεσαι στο πλοίο."
"Seamanlike conduct is key to maintaining safety at sea."
"Η ναυτική συμπεριφορά είναι καθοριστική για τη διατήρηση της ασφάλειας στη θάλασσα."
"He handled the ropes in a seamanlike fashion."
Η λέξη "seamanlike" προέρχεται από την ολότητα "seaman," που σημαίνει ναυτικός, και το επίθετο "like," που υποδηλώνει παρόμοια ή αντίστοιχα χαρακτηριστικά.
Συνώνυμα: - Nautical - Mariner-like
Αντώνυμα: - Landlubberly - Unnautical
Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "seamanlike" και την ή χρήση της στην Αγγλική γλώσσα.