Το "seasonal component" είναι φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/sizənəl kəmˈpoʊnənt/
Ο όρος "seasonal component" αναφέρεται σε ένα μέρος ή έναν παράγοντα ενός συνόλου που ποικίλει ανά εποχές. Χρησιμοποιείται συχνά στην οικονομία, στατιστική και αναλύσεις δεδομένων για να αναφερθεί στις μεταβολές που συμβαίνουν σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Η φράση χρησιμοποιείται και στους προφορικούς όσο και στους γραπτούς λόγους, αν και είναι πιο κοινή σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Το εποχιακό συστατικό των δεδομένων παρουσίασε μια σημαντική αύξηση κατά τις γιορτές.
Understanding the seasonal component can help businesses forecast sales more accurately.
Η κατανόηση του εποχιακού συστατικού μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να προβλέψουν τις πωλήσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια.
The seasonal component affects plant growth and crop yields throughout the year.
Ο όρος "seasonal component" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως σχετικές με την εποχικότητα και τις σχετικές μεταβολές.
"Καταστρώνει τη στρατηγική μάρκετινγκ της γύρω από το εποχιακό συστατικό των προϊόντων της."
"Businesses that ignore the seasonal component often face unexpected downturns."
"Οι επιχειρήσεις που αγνοούν το εποχιακό συστατικό συχνά αντιμετωπίζουν απροσδόκητες υφέσεις."
"The study revealed how much the seasonal component can impact consumer behavior."
"Η μελέτη αποκάλυψε πόσο μπορεί το εποχιακό συστατικό να επηρεάσει τη συμπεριφορά των καταναλωτών."
"Adjusting for the seasonal component is critical for accurate economic analysis."
O όρος "seasonal" προέρχεται από τη λέξη "season" (εποχή) που έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "statio" που σημαίνει «στάση» ή «σταματώ». Η λέξη "component" προέρχεται από τη Λατινική "componere", που σημαίνει «θέτω μαζί».
εποχιακή μεταβλητή
Αντώνυμα: