Ο συνδυασμός λέξεων "seasonal disease" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈsiːzənl dɪˈziːz/
Η φράση "seasonal disease" αναφέρεται σε ασθένειες που κυριαρχούν ή εμφανίζονται σε συγκεκριμένες εποχές του έτους, όπως οι αλλεργίες ή οι ιώσεις. Αυτές οι ασθένειες μπορεί να είναι αποτέλεσμα αλλαγών στο κλίμα, στην ακαθαρσία στον αέρα, ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται στο γραπτό πλαίσιο, αν και εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ιατρικές ή επιστημονικές συζητήσεις.
"Many people suffer from seasonal disease during the spring."
Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από εποχιακή ασθένεια την άνοιξη.
"Doctors advise that you should prepare for seasonal diseases."
Οι γιατροί συμβουλεύουν ότι θα πρέπει να προετοιμαστείτε για εποχιακές ασθένειες.
"Vaccination can help prevent some seasonal diseases."
Ο εμβολιασμός μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη ορισμένων εποχιακών ασθενειών.
Αν και η φράση "seasonal disease" δεν έχει ευρέως χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις, σχετικές φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της εποχικότητας και των ασθενειών είναι οι εξής:
"Catch a seasonal cold."
Πιάσε έναν εποχιακό κρυολόγημα.
"The flu season is upon us."
Η εποχή της γρίπης είναι κοντά μας.
"Allergies peak during the seasonal change."
Οι αλλεργίες φτάνουν στο αποκορύφωμά τους κατά την αλλαγή της εποχής.
"Be mindful of seasonal variations in health."
Να είστε προσεκτικοί για τις εποχιακές παραλλαγές στην υγεία.
Ο όρος "seasonal" προέρχεται από τη λέξη "season" (εποχή) που έχει ρίζες από το λατινικό "sextus" που σημαίνει "έκτη", ενώ "disease" προέρχεται από το γαλλικό "mal diece" που σημαίνει "κακή κατάσταση από υγεία".
Συνώνυμα: - Εποχιακή νόσος - Εποχιακή ασθένεια
Αντώνυμα: - Χρόνια ασθένεια - Μη εποχιακή ασθένεια
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο "seasonal disease" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.