Φράση/Όρος: seasonal unemployment
Φωνητική γραφή: /ˈsiː.zən.əl ˌʌn.ɪmˈplɔɪ.mənt/
Η "seasonal unemployment" αναφέρεται στην ανεργία που συμβαίνει λόγω εποχιακών αλλαγών στη ζήτηση εργασίας. Συνήθως παρατηρείται σε βιομηχανίες που επηρεάζονται από την εποχή του χρόνου, όπως η γεωργία, ο τουρισμός και οι κατασκευές. Αυτή η μορφή ανεργίας είναι προσωρινή και αναμένεται να αναστραφεί όταν οι εποχιακές εργασίες επανέλθουν.
Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των οικονομικών και της εργασίας και αναφέρεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στην προφορική ομιλία.
Η εποχική ανεργία μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην οικονομία γεωργικών περιοχών.
Many workers face seasonal unemployment during the off-peak months.
Πολλοί εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν εποχική ανεργία κατά τις μήνες χαμηλής περιόδου.
To mitigate seasonal unemployment, governments sometimes provide training programs.
Η φράση "seasonal unemployment" δεν είναι συνήθως μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να παρουσιαστεί σε κείμενα που σχετίζονται με την εργασία και την οικονομία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τη φράση:
Η αύξηση της εποχικής ανεργίας έχει οδηγήσει σε εκκλήσεις για περισσότερες μόνιμες θέσεις εργασίας.
Many regions rely on seasonal unemployment as part of their economic cycle.
Πολλές περιοχές εξαρτώνται από την εποχική ανεργία ως μέρος του οικονομικού τους κύκλου.
Addressing seasonal unemployment requires innovative solutions from both businesses and policymakers.
Η λέξη "seasonal" προέρχεται από το λατινικό "seasons", που σημαίνει "εποχή", και η λέξη "unemployment" προέρχεται από το λατινικό "un-" (μη) και "employ" (απασχόληση), που σημαίνει την κατάσταση της μη απασχόλησης.
Συνώνυμα: - Παραθαλάσσια ανεργία (και σε πιο γενικές έννοιες). - Εποχιακή ανεργία.
Αντώνυμα: - Μόνιμη εργασία - Συνεχής απασχόληση