seat pad: ουσιαστικό
/siːt pæd/
Η φράση "seat pad" αναφέρεται σε ένα μαξιλάρι ή μια επένδυση που τοποθετείται σε καθίσματα για άνεση ή προστασία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε καρέκλες, αυτοκίνητα ή άλλα καθίσματα και μπορεί να έχει διάφορες μορφές και υλικά. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά πιθανόν να είναι συχνότερη σε καταναλωτικά δεδομένα ή περιγραφές προϊόντων.
I bought a new seat pad for my office chair.
(Αγόρασα ένα νέο μαξιλάρι καθίσματος για την καρέκλα του γραφείου μου.)
The seat pad makes sitting for long hours more comfortable.
(Το μαξιλάρι καθίσματος καθιστά την καθιστική θέση για πολλές ώρες πιο άνετη.)
You should consider using a seat pad in your car for extra comfort.
(Πρέπει να σκεφτείς να χρησιμοποιήσεις ένα μαξιλάρι καθίσματος στο αυτοκίνητό σου για επιπλέον άνεση.)
Η φράση "seat pad" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις.
"She added a seat pad to her chair to ensure maximum comfort during the long meeting."
(Πρόσθεσε ένα μαξιλάρι καθίσματος στην καρέκλα της για να εξασφαλίσει μέγιστη άνεση κατά τη διάρκεια της μακράς συνάντησης.)
"Tom is known for always bringing a seat pad to the picnic."
(Ο Τομ είναι γνωστός για το ότι πάντα φέρνει ένα μαξιλάρι καθίσματος στο πικνίκ.)
"For the theater, I like to use a seat pad to avoid discomfort on the hard seats."
(Για το θέατρο, μου αρέσει να χρησιμοποιώ ένα μαξιλάρι καθίσματος για να αποφεύγω την ενόχληση στις σκληρές θέσεις.)
Η λέξη seat προέρχεται από τη παλιά αγγλική λέξη sittan που σημαίνει "κάθομαι", ενώ η λέξη pad προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη padd που σημαίνει "χοντρό και μαλακό υλικό".
Συνώνυμα: - cushion (μαξιλάρι) - seat cushion (μαξιλάρι καθίσματος)
Αντώνυμα: - hard seat (σκληρό κάθισμα) - discomfort (ανεπιθύμητη αίσθηση)