Όρος (Φράση): secondary hyperthyroidism
Περιγραφή: Ιατρικός όρος
IPA: /ˈsɛkəndɛri ˌhaɪpərˈθaɪrɔɪdɪzm/
Ο δευτερογενής υπερθυρεοειδισμός αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία υπάρχει υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, ως αποτέλεσμα ενός άλλου προβλήματος, συνήθως σχετιζόμενου με την υποφύση. Αυτή η κατάσταση είναι λιγότερο συχνή από τον πρωτογενή υπερθυρεοειδισμό και συχνά προκαλείται από όγκους ή παθήσεις που επηρεάζουν την υποφύση, η οποία ελέγχει τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Η χρήση του είναι πιο κοινή σε ιατρικό και επιστημονικό γραπτό κείμενο.
Secondary hyperthyroidism can occur due to a pituitary adenoma.
Δευτερογενής υπερθυρεοειδισμός μπορεί να συμβεί λόγω ενός αδενώματος της υπόφυσης.
Medical tests are necessary to diagnose secondary hyperthyroidism accurately.
Ιατρικές εξετάσεις είναι απαραίτητες για να διαγνωστεί ακριβώς ο δευτερογενής υπερθυρεοειδισμός.
Patients with secondary hyperthyroidism often require treatment for the underlying cause.
Οι ασθενείς με δευτερογενή υπερθυρεοειδισμό συχνά χρειάζονται θεραπεία για την υποκείμενη αιτία.
Ο όρος "secondary hyperthyroidism" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της ιατρικής του φύσης, ωστόσο υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις σχετικά με τη θυρεοειδή λειτουργία.
"The diagnosis of secondary hyperthyroidism is often complex."
Η διάγνωση του δευτερογενούς υπερθυρεοειδισμού είναι συχνά περίπλοκη.
"Managing secondary hyperthyroidism involves treating the primary condition."
Η διαχείριση του δευτερογενούς υπερθυρεοειδισμού περιλαμβάνει τη θεραπεία της πρωτογενούς κατάστασης.
"In cases of secondary hyperthyroidism, frequent monitoring is essential."
Σε περιπτώσεις δευτερογενούς υπερθυρεοειδισμού, η συχνή παρακολούθηση είναι απαραίτητη.
Ο όρος "secondary" προέρχεται από την λατινική λέξη secundarius, που σημαίνει "δευτερεύων" ή "γεννημένος από". Η λέξη "hyperthyroidism" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις hyper (υπερ) και thyreos (θυρεοειδής) και την κατάληξη -ism που υποδηλώνει κατάσταση.