Ουσιαστικό
/ˈsɛk.ənˌdɛr.i skuːl/
"Secondary school" αναφέρεται σε σχολείο που προσφέρει εκπαίδευση μετά το δημοτικό σχολείο, συνήθως περιλαμβάνοντας μαθητές ηλικίας από 11 έως 18 ετών. Σε πολλές χώρες, είναι το στάδιο εκπαίδευσης που προηγείται της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και περιλαμβάνει περιοχές σπουδών που προετοιμάζουν τους μαθητές για θεματικές σπουδές ή συστηματική απασχόληση.
Η φράση "secondary school" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο σχετικό με την εκπαίδευση και λιγότερο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή σε ακαδημαϊκά και κυβερνητικά πλαίσια.
Many students transition from primary school to secondary school each year.
Πολλοί μαθητές μεταβαίνουν από το δημοτικό σχολείο στο δευτεροβάθμιο σχολείο κάθε χρόνο.
In secondary school, students are given the option to choose their subjects.
Στο δευτεροβάθμιο σχολείο, οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μαθήματά τους.
Αν και η φράση "secondary school" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που αναφέρονται σε τομείς της εκπαίδευσης:
"Going back to secondary school" can be a transformative experience for many adults.
Η επιστροφή στο δευτεροβάθμιο σχολείο μπορεί να είναι μια μεταμορφωτική εμπειρία για πολλούς ενήλικες.
"After secondary school, I decided to pursue higher education."
Μετά το δευτεροβάθμιο σχολείο, αποφάσισα να ακολουθήσω ανώτερη εκπαίδευση.
"Secondary school can be challenging but also rewarding."
Το δευτεροβάθμιο σχολείο μπορεί να είναι δύσκολο αλλά και αποδοτικό.
Η λέξη "secondary" προέρχεται από το λατινικό "secundarius", που σημαίνει "δευτερεύων" ή "δεύτερος", συνδυασμένη με τη λέξη "school" που κατάγεται από το αρχαίο ελληνικό "scholē", το οποίο σημαίνει "ελεύθερος χρόνος" ή "σπουδές".
Συνώνυμα: - High school (αμερικανικό αγγλικό) - Secondary education (εκπαίδευση)
Αντώνυμα: - Primary school (δημοτικό σχολείο) - Tertiary education (τριτοβάθμια εκπαίδευση)