Το "secondary treatment" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/sɛkənˈdɛri ˈtritmənt/
Ο όρος "secondary treatment" αναφέρεται σε μια διαδικασία επεξεργασίας, συχνά στον τομέα της επεξεργασίας λυμάτων ή την καθαριότητα του νερού, που ακολουθεί την πρωτογενή επεξεργασία. Σε γενικές γραμμές, αυτή η διαδικασία έχει σκοπό την εξαφάνιση ή την μείωση της περιεκτικότητας σε μολυσματικές ουσίες στο νερό ή σε άλλες ουσίες.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα που σχετίζονται με το περιβάλλον και την υγιεινή. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό λόγο.
Το λύμα υποβάλλεται σε δευτερογενή επεξεργασία για να βελτιωθεί η ποιότητά του πριν απελευθερωθεί στον ποταμό.
Secondary treatment methods can include biological processes that break down organic matter.
Οι μέθοδοι δευτερογενούς επεξεργασίας μπορούν να περιλαμβάνουν βιολογικές διαδικασίες που διασπούν οργανική ύλη.
After secondary treatment, the water meets safety standards for recreational use.
Ο όρος "secondary treatment" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι πιο τεχνικός. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις στο πλαίσιο των επεξεργασιών που περιλαμβάνουν "treatment":
Στην εγκατάσταση επεξεργασίας: Ένα εργοστάσιο σχεδιασμένο για την επεξεργασία λυμάτων ή άλλων τύπων νερού.
"Treatment process": The methods and steps used to treat wastewater or other materials.
Διαδικασία επεξεργασίας: Οι μέθοδοι και τα βήματα που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία λυμάτων ή άλλων υλικών.
"Advanced treatment": Refers to more sophisticated methods used after secondary treatment.
Η λέξη "secondary" προέρχεται από τη λατινική λέξη "secundarius", που σημαίνει "δευτερεύων", ενώ "treatment" προέρχεται από την παλιά γαλλική λέξη "traitement", που σημαίνει "διαχείριση" ή "επεξεργασία".
Συνώνυμα: - Secondary processing - Secondary purification
Αντώνυμα: - Primary treatment - Initial processing