Ο όρος "secret language" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈsiː.krɪt ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/
Η "secret language" αναφέρεται σε έναν τρόπο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται για να γίνει η γλώσσα κατανοητή μόνο από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων. Οι μυστικές γλώσσες μπορούν να περιλαμβάνουν κωδικοποιημένα μηνύματα, ειδικές εκφράσεις ή ιδιωματισμούς που δεν είναι άμεσα κατανοητοί από το ευρύτερο κοινό. Χρησιμοποιούνται συχνά σε ομάδες ή κοινότητες με σκοπό την προστασία της πληροφορίας ή την ενίσχυση της συνοχής. Ο όρος εμφανίζεται με αρκετή συχνότητα στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου αναφέρεται σε συγκεκριμένα παραδείγματα ή ιστορικές αναφορές.
The children created a secret language to communicate without the adults understanding.
Τα παιδιά δημιούργησαν μια μυστική γλώσσα για να επικοινωνούν χωρίς οι ενήλικες να καταλαβαίνουν.
In the novel, the characters used a secret language to hide their true intentions.
Στο μυθιστόρημα, οι χαρακτήρες χρησιμοποίησαν μια μυστική γλώσσα για να κρύψουν τις πραγματικές τους προθέσεις.
Many online communities develop their own secret language to keep their interactions private.
Πολλές διαδικτυακές κοινότητες αναπτύσσουν τη δική τους μυστική γλώσσα για να κρατούν τις αλληλεπιδράσεις τους ιδιωτικές.
Η φράση "secret language" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες ιδέες για να δημιουργήσει ξεχωριστές εκφράσεις ή περιφράσεις.
"Speak in a secret language"
They decided to speak in a secret language whenever they wanted to share gossip without being overheard.
Αποφάσισαν να μιλούν σε μια μυστική γλώσσα όποτε ήθελαν να μοιραστούν κουτσομπολιό χωρίς να τους ακούσουν.
"Create a secret language"
The spy was trained to create a secret language that only his team could understand.
Ο κατάσκοπος εκπαιδεύτηκε να δημιουργήσει μια μυστική γλώσσα που μόνο η ομάδα του μπορούσε να κατανοήσει.
"Children's secret language"
Many children invent a unique secret language as a form of play.
Πολλά παιδιά εφευρίσκουν μια μοναδική μυστική γλώσσα ως μορφή παιχνιδιού.
Η λέξη "secret" προέρχεται από τη λατινική λέξη "secretus," που σημαίνει "κρυφό" ή "απόκρυφο," ενώ η λέξη "language" προέρχεται από την λατινική "lingua," που σημαίνει "γλώσσα." Ο συνδυασμός τους αναφέρεται σε έναν κωδικοποιημένο τρόπο επικοινωνίας.
Συνώνυμα:
- κωδικοποιημένη γλώσσα
- μυστική διάλεκτος
- ιδιωτική γλώσσα
Αντώνυμα:
- δημόσια γλώσσα
- κοινή γλώσσα
- προφανής γλώσσα