Ουσιαστικό
/ˌsɛkʃəˈnaɪzd kɔɪl/
Το "sectionalized coil" αναφέρεται σε έναν τύπο πηνίου ή ηλεκτρονικού στοιχείου που έχει διαιρεθεί σε τμήματα ή μέρη. Οι τμήματοποιημένοι πηνίοι χρησιμοποιούνται συνήθως σε εφαρμογές ηλεκτρομαγνητισμού ή ηλεκτρονικών κυκλωμάτων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας ή του ελέγχου των ηλεκτρικών δυναμικών. Χρησιμοποιούνται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά έγγραφα και εξειδικευμένες συζητήσεις.
Ο μηχανικός σχεδίασε έναν τμηματοποιημένο πηνίο για να βελτιώσει την αποδοτικότητα του κυκλώματος.
In high-frequency applications, a sectionalized coil can better manage inductance.
Δεν υπάρχουν ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "sectionalized coil", καθώς είναι περισσότερο τεχνικός όρος. Ωστόσο, η έννοια του τμηματισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικά πλαίσια.
Όταν ασχολείστε με περίπλοκα κυκλώματα, πρέπει να σκέφτεστε με τμηματοποιημένους όρους.
A good engineer knows how to break things down into manageable sections.
Ο όρος "sectionalized" προέρχεται από τη λέξη "section", που σημαίνει "τμήμα", με το επίθετο "-ized" που υποδηλώνει τη διαδικασία του να γίνει κάτι. O όρος "coil" έχει τις ρίζες του στο παλαιό γαλλικό "coiller", που εννοούσε την καμπύλη ή το τύλιγμα.
Συνώνυμα: - Segmented coil - Divided coil
Αντώνυμα: - Continuous coil - Unsegmented coil