secure investment - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

secure investment (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "secure investment" αναφέρεται σε μια επένδυση που θεωρείται σχετικά ασφαλής και έχει χαμηλό κίνδυνο απώλειας. Συνήθως, αυτές οι επενδύσεις προσφέρουν σταθερές αποδόσεις και είναι λιγότερο ευάλωτες σε οικονομικές αναταραχές. Χρησιμοποιείται συχνά στη σχετική γλώσσα των χρηματοοικονομικών και των επενδύσεων. Η χρήση της είναι συχνή στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε οικονομικές αναλύσεις και επενδυτικές στρατηγικές, αλλά εμφανίζεται και στην προφορική επικοινωνία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Investing in government bonds is often seen as a secure investment.
  2. Η επένδυση σε κρατικά ομόλογα θεωρείται συχνά ασφαλής επένδυση.

  3. Many people prefer real estate as a secure investment due to its appreciation in value.

  4. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν τα ακίνητα ως ασφαλή επένδυση λόγω της αύξησης της αξίας τους.

  5. A secure investment can provide peace of mind to risk-averse investors.

  6. Μια ασφαλής επένδυση μπορεί να προσφέρει ηρεμία στους επενδυτές που αποφεύγουν τον κίνδυνο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "secure investment" δεν είναι συχνά συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προστεθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με χρηματοοικονομικούς όρους.

  1. "Looking for a secure investment, many turned to mutual funds."
  2. "Ψάχνοντας για μια ασφαλή επένδυση, πολλοί στράφηκαν σε αμοιβαία κεφάλαια."

  3. "To feel more secure about their finances, she chose real estate as her secure investment."

  4. "Για να νιώθει πιο ασφαλής για τα οικονομικά της, διάλεξε τα ακίνητα ως ασφαλή επένδυση."

  5. "In times of market volatility, a secure investment offers a reliable option."

  6. "Σε περιόδους αστάθειας της αγοράς, μια ασφαλής επένδυση προσφέρει μια αξιόπιστη επιλογή."

  7. "His portfolio included a variety of secure investments to minimize risk."

  8. "Το χαρτοφυλάκιό του περιλάμβανε μια ποικιλία ασφαλών επενδύσεων για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο."

  9. "Investors typically look for secure investments during uncertain economic times."

  10. "Οι επενδυτές συνήθως αναζητούν ασφαλείς επενδύσεις κατά τις αβέβαιες οικονομικές περιόδους."

  11. "The advisor suggested diversifying into secure investments for long-term growth."

  12. "Ο σύμβουλος πρότεινε τη διαφοροποίηση σε ασφαλείς επενδύσεις για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη."

  13. "A secure investment can act as a financial safety net in difficult times."

  14. "Μια ασφαλής επένδυση μπορεί να λειτουργήσει ως οικονομικό δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολες εποχές."

Ετυμολογία

Η λέξη "secure" προέρχεται από τη λατινική λέξη "securus," που σημαίνει "χωρίς φροντίδα" ή "ασφαλής." Η λέξη "investment" προέρχεται από τη λατινική "investire," που σημαίνει "να ντύσεις" ή "να τοποθετήσεις."

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024