Seeded είναι ένα επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως παθητικός μετοχή του ρήματος seed.
/ˈsiːdɪd/
Η λέξη "seeded" αναφέρεται γενικά στην πράξη του σπορείν ή στην κατάσταση του να έχει σπόρους. Χρησιμοποιείται συχνά σε αγροτικές ή βιολογικές αναφορές, αλλά και σε πιο γενικούς ή μεταφορικούς προσδιορισμούς. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε τεχνικό ή γεωργικό λεξιλόγιο.
Ο αγρότης σπέρνει το χωράφι με καλαμπόκι.
The garden was beautifully seeded with vibrant flowers.
Ο κήπος είχε όμορφα σπαρμένα ζωντανά λουλούδια.
The athlete was seeded first in the tournament.
Η λέξη "seeded" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή σπέρνει μια αμφιβολία στο μυαλό του σχετικά με το έργο.
Seeded in success: Referring to the foundation or origin of a successful outcome.
Η σκληρή δουλειά τους ήταν σπορα με επιτυχία από την αρχή.
Seeded in the community: To be well-established or involved in a community.
Είναι καλά σπορεμένος στην κοινότητα, βοηθώντας σε διάφορα έργα.
Seeded with potential: Referring to someone or something that has the capacity for growth or improvement.
Η λέξη "seed" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "sǣd", που σημαίνει σπόρος. Η κατάληξη "-ed" προστίθεται για να δημιουργήσει την παθητική μορφή.
Συνώνυμα: - Sown - Planted - Cultivated
Αντώνυμα: - Unsown - Barren
Αυτή είναι μια πλήρης παρουσίαση της λέξης "seeded". Αν έχετε άλλες ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!