Ρήμα (gerund) ή ουσιαστικό.
/ˈsiːɪŋ/
Η λέξη "seeing" είναι το gerund (μετοχή) του ρήματος "see," που σημαίνει να παρατηρείς με τα μάτια σου. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθούμε στη διαδικασία της όρασης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα γραπτά και προφορικά συμφραζόμενα. Η χρήση του "seeing" είναι συχνή και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί ότι χρησιμοποιείται περισσότερο σε προφορικές συνομιλίες.
Βλέποντας, πιστεύεις.
I'm seeing a movie tonight.
Βλέπω μια ταινία απόψε.
Seeing my friends always makes me happy.
Η λέξη "seeing" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά:
"Μετά την χτύπημα, έβλεπε αστέρια."
Seeing eye to eye (βλέποντας μάτι με μάτι)
"Τελικά, άρχισαν να βλέπουν μάτι με μάτι για το έργο."
Seeing the world through rose-colored glasses (βλέποντας τον κόσμο με ροζ γυαλιά)
"Έβλεπε τον κόσμο με ροζ γυαλιά από τότε που προήχθη."
Seeing red (βλέπω κόκκινο - θυμός)
"Έβλεπα κόκκινο όταν έμαθα τι συνέβη."
Seeing it from another perspective (βλέποντας το από άλλη προοπτική)
Η λέξη "seeing" προέρχεται από το αρχαίο γερμανικό "sehan" που σημαίνει "να βλέπω". Το ρήμα έχει εξελιχθεί μέσα στους αιώνες στις σύγχρονες γλώσσες.
Συνώνυμα: - observing (παρατηρώντας) - viewing (βλέποντας)
Αντώνυμα: - ignoring (παραβλέποντας) - overlooking (διαφεύγοντας)