seek - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

seek (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μελέτη της λέξης "seek"

Μέρος του λόγου:

Η λέξη "seek" είναι ρήμα στα αγγλικά.

Φωνητική αποτύπωση:

/siːk/

Σημασίες και Χρήσεις:

Η λέξη "seek" σημαίνει να αναζητά κάτι, να προσπαθεί να βρει ή να εξετάσει κάτι. Χρησιμοποιείται τόσο γραπτά όσο και προφορικά, ωστόσο είναι πιθανότερο να συναντηθεί στη γραπτή γλώσσα. Είναι κυρίως μια ακαδημαϊκή ή τεχνική λέξη.

Χρήση σε Ενεστώτα, Παρατατικό, Μέλλοντα:

Gerund:

seeking

Μεταφράσεις:

  1. Ψάχνω: Οι μαθητές seek για απαντήσεις στα βιβλία. (The students seek answers in the books.)
  2. Εξετάζω: Πρέπει να seek περισσότερες πληροφορίες πριν πάρω μια απόφαση. (I need to seek more information before making a decision.)

Ιδιωματικές εκφράσεις:

Η λέξη "seek" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά: 1. seek revenge: επιζητώ εκδίκηση 2. seek advice: ζητώ συμβουλές 3. seek shelter: αναζητώ καταφύγιο

Παραδείγματα: - He sought revenge against those who wronged him. (Ζήτησε εκδίκηση εναντίον εκείνων που του έκαναν άδικα.) - It's always a good idea to seek advice before making a big decision. (Είναι πάντα καλή ιδέα να ζητάς συμβουλές πριν πάρεις ένα μεγάλο απόφαση.) - The lost hikers had to seek shelter in a cave overnight. (Οι χαμένοι πεζοπόροι έπρεπε να αναζητήσουν καταφύγιο σε μια σπηλιά για τη νύχτα.)

Ετυμολογία:

Η λέξη "seek" προέρχεται από τη Μέση Αγγλική "seken," που πηγάζει από το Παλαιοαγγλικό "sēcan."

Συνώνυμα και Αντώνυμα:

Συνώνυμα: - search - look for - pursue

Αντώνυμα: - avoid - shun