Η λέξη "seek" είναι ρήμα στα αγγλικά.
/siːk/
Η λέξη "seek" σημαίνει να αναζητά κάτι, να προσπαθεί να βρει ή να εξετάσει κάτι. Χρησιμοποιείται τόσο γραπτά όσο και προφορικά, ωστόσο είναι πιθανότερο να συναντηθεί στη γραπτή γλώσσα. Είναι κυρίως μια ακαδημαϊκή ή τεχνική λέξη.
seeking
Η λέξη "seek" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά: 1. seek revenge: επιζητώ εκδίκηση 2. seek advice: ζητώ συμβουλές 3. seek shelter: αναζητώ καταφύγιο
Παραδείγματα: - He sought revenge against those who wronged him. (Ζήτησε εκδίκηση εναντίον εκείνων που του έκαναν άδικα.) - It's always a good idea to seek advice before making a big decision. (Είναι πάντα καλή ιδέα να ζητάς συμβουλές πριν πάρεις ένα μεγάλο απόφαση.) - The lost hikers had to seek shelter in a cave overnight. (Οι χαμένοι πεζοπόροι έπρεπε να αναζητήσουν καταφύγιο σε μια σπηλιά για τη νύχτα.)
Η λέξη "seek" προέρχεται από τη Μέση Αγγλική "seken," που πηγάζει από το Παλαιοαγγλικό "sēcan."
Συνώνυμα: - search - look for - pursue
Αντώνυμα: - avoid - shun