Επίθετο και ουσιαστικό.
/ˌsɛɡrəˈɡeɪʃənɪst/
Η λέξη "segregationist" αναφέρεται σε άτομο που υποστηρίζει ή προωθεί τον διαχωρισμό ανθρώπων βάσει φυλής, εθνοτητας ή άλλων χαρακτηριστικών. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, ιδιαίτερα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου αφορά την άποψη ότι οι φυλές θα πρέπει να ζουν και να λειτουργούν χωριστά. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Οι πολιτικές του διαχωρισμού του παρελθόντος έχουν αφήσει μια διαρκή επίδραση στην κοινωνία.
Many segregationists opposed integration in schools and public facilities.
Πολλοί διαχωριστές αντιτάχθηκαν στην ένταξη στα σχολεία και σε δημόσιες εγκαταστάσεις.
The rise of segregationist groups in recent years has alarmed many communities.
Η "segregationist" δεν έχει καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που αναφέρονται σε κοινωνικές και πολιτικές στρεβλώσεις.
Η νοοτροπία του διαχωρισμού αμφισβητήθηκε κατά τη διάρκεια του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων.
She spoke out against the segregationist rhetoric that was gaining popularity.
Αντέτεινε κατά της ρητορικής του διαχωρισμού που κέρδιζε δημοτικότητα.
Activists worked tirelessly to dismantle the segregationist ideals of the time.
Η λέξη "segregationist" προέρχεται από το λατινικό "segregare", που σημαίνει "να χωρίσω" και το "ist", το οποίο δείχνει κάποιον που ασπάζεται μια συγκεκριμένη ιδέα ή θεωρία. Ο όρος έχει ιστορικά χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αυτούς που υποστήριξαν τις πολιτικές διαχωρισμού, κυρίως κατά τη διάρκεια της περιόδου των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ.
Συνώνυμα: - Diarist - Separatist
Αντώνυμα: - Integrationist - Unifier