Ο όρος "seismic facies mapping" αποτελείται από δύο ουσιαστικά: "seismic" (σεισμικός) και "facies" (φάση ή μορφή), και το ρήμα "mapping" (χαρτογράφηση). Συνολικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σύνθετο όρο ή φράση.
/ˈsaɪzmɪk ˈfeɪʃiz ˈmæpɪŋ/
Ο όρος "seismic facies mapping" αναφέρεται στη διαδικασία αποτύπωσης και ανάλυσης διαφορετικών σεισμικών χαρακτηριστικών μιας γεωλογικής περιοχής, χρησιμοποιούμενη κυρίως στη γεωλογία και τη γεωφυσική. Χρησιμοποιείται για την κατανόηση των γεωλογικών δομών και τις δυνατότητες εντοπισμού αποθεμάτων υδρογονανθράκων. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή στις επιστημονικές και τεχνικές κοινότητες, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικές αναφορές και μελέτες.
Η σεισμική χαρτογράφηση μορφών είναι ουσιώδης για την εξερεύνηση πετρελαίου.
The results of seismic facies mapping helped identify potential drilling sites.
Τα αποτελέσματα της σεισμικής χαρτογράφησης μορφών βοήθησαν στην αναγνώριση πιθανών τοποθεσιών γεώτρησης.
By employing seismic facies mapping, scientists can better understand subsurface geology.
Ο όρος "seismic" συνδυάζεται συχνά με άλλες ιδέες ή έννοιες στον τομέα της γεωλογίας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"The seismic shift in technology has changed how we communicate."
Seismic event: Refers to a significant occurrence related to earthquakes or other seismic activities.
"The region experienced a seismic event that disrupted local infrastructure."
Seismic waves: Refers to the waves of energy caused by the sudden breaking of rock within the earth or an explosion.
Συνώνυμα: - Geological mapping (γεωλογική χαρτογράφηση) - Seismic characterization (σεισμική χαρακτηριστική)
Αντώνυμα: - Seismic obscurity (σεισμική αοριστία) - Seismic ignorance (σεισμική άγνοια)