Seismometric είναι επίθετο.
/saɪzməˈmɛtrɪk/
Η λέξη "seismometric" σχετίζεται με τη μέτρηση και παρακολούθηση των σεισμών. Χρησιμοποιείται συνήθως στον επιστημονικό και τεχνικό λόγο, ειδικότερα σε τομείς όπως η σεισμολογία και οι μηχανικές μετρήσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε ΓΡΑΠΤΌ περιβάλλον, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο όταν τίθεται το θέμα της σεισμικής δραστηριότητας ή της τεχνολογίας που σχετίζεται με αυτήν.
The seismometric readings indicated a significant earthquake was imminent.
(Οι σεισμομετρικές μετρήσεις υπέδειξαν ότι μια σημαντική σεισμική δραστηριότητα ήταν επικείμενη.)
Researchers developed new seismometric tools to enhance earthquake detection.
(Οι ερευνητές ανέπτυξαν νέα σεισμομετρικά εργαλεία για να βελτιώσουν την ανίχνευση σεισμών.)
Η λέξη "seismometric" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή γλώσσα λόγω της επιστημονικής της φύσης. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα και ειδικές φράσεις.
The development of seismometric technology has changed how we respond to earthquakes.
(Η ανάπτυξη της σεισμομετρικής τεχνολογίας έχει αλλάξει τον τρόπο που ανταποκρινόμαστε στους σεισμούς.)
Seismometric data is crucial for earthquake preparedness in urban areas.
(Τα σεισμομετρικά δεδομένα είναι κρίσιμα για την προετοιμασία για τους σεισμούς σε αστικές περιοχές.)
Η λέξη "seismometric" προέρχεται από το αρχαίο Ελληνικό "σεισμός" (σεισμός - earthquake) και το "-metric," που σημαίνει "σχετικό με τη μέτρηση".
Συνώνυμα: - Seismological - Geophysical
Αντώνυμα: - Non-seismic (μη σεισμικός) - Static (στατικός)