self-bearing - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

self-bearing (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "self-bearing" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

/ˌsɛlfˈbɛərɪŋ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "self-bearing" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που μπορεί να λειτουργεί ή να υποστηρίζει τον εαυτό του χωρίς την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας. Χρησιμοποιείται σε ποικίλα συμφραζόμενα, κυρίως σε ψυχολογικά ή φιλοσοφικά πλαίσια, καθώς και στη λογοτεχνία. Στην Αγγλική γλώσσα, η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. "She is a self-bearing individual who does not rely on others."
    "Αυτή είναι μια αυτοφερόμενη προσωπικότητα που δεν βασίζεται στους άλλους."

  2. "His self-bearing attitude helped him navigate tough situations."
    "Η αυτοφερόμενη στάση του τον βοήθησε να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις."

  3. "A self-bearing person often finds strength within."
    "Ένας αυτοφερόμενος άνθρωπος συχνά βρίσκει δύναμη στο εσωτερικό του."

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Δεν υπάρχουν ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιέχουν την λέξη "self-bearing." Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που αναδεικνύουν την αυτονομία ή την αυτοπεποίθηση κάποιου.

  1. "In a world full of challenges, being self-bearing is essential."
    "Σε έναν κόσμο γεμάτο προκλήσεις, το να είσαι αυτοφερόμενος είναι απαραίτητο."

  2. "He approached life with a self-bearing mindset."
    "Πλησίασε τη ζωή με μια αυτοφερόμενη νοοτροπία."

  3. "Self-bearing individuals tend to inspire others."
    "Οι αυτοφερόμενοι άνθρωποι τείνουν να εμπνέουν τους άλλους."

Ετυμολογία

Η λέξη "self-bearing" αποτελείται από το πρόθημα "self", που σημαίνει "εαυτός", και το ρήμα "bearing", που προέρχεται από τη λέξη "bear", που σημαίνει "φέρνω" ή "στηρίζω". Έτσι, η έννοια της λέξης υποδηλώνει την ικανότητα ενός ατόμου να υποστηρίζει τον εαυτό του.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Αυτοδύναμος - Αυτοϋποστηριζόμενος

Αντώνυμα: - Εξαρτημένος - Ανίκανος να υποστηρίξει τον εαυτό του



25-07-2024