Το "self-bearing" είναι επίθετο.
/ˌsɛlfˈbɛərɪŋ/
Η λέξη "self-bearing" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που μπορεί να λειτουργεί ή να υποστηρίζει τον εαυτό του χωρίς την ανάγκη εξωτερικής βοήθειας. Χρησιμοποιείται σε ποικίλα συμφραζόμενα, κυρίως σε ψυχολογικά ή φιλοσοφικά πλαίσια, καθώς και στη λογοτεχνία. Στην Αγγλική γλώσσα, η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
"She is a self-bearing individual who does not rely on others."
"Αυτή είναι μια αυτοφερόμενη προσωπικότητα που δεν βασίζεται στους άλλους."
"His self-bearing attitude helped him navigate tough situations."
"Η αυτοφερόμενη στάση του τον βοήθησε να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις."
"A self-bearing person often finds strength within."
"Ένας αυτοφερόμενος άνθρωπος συχνά βρίσκει δύναμη στο εσωτερικό του."
Δεν υπάρχουν ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιέχουν την λέξη "self-bearing." Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που αναδεικνύουν την αυτονομία ή την αυτοπεποίθηση κάποιου.
"In a world full of challenges, being self-bearing is essential."
"Σε έναν κόσμο γεμάτο προκλήσεις, το να είσαι αυτοφερόμενος είναι απαραίτητο."
"He approached life with a self-bearing mindset."
"Πλησίασε τη ζωή με μια αυτοφερόμενη νοοτροπία."
"Self-bearing individuals tend to inspire others."
"Οι αυτοφερόμενοι άνθρωποι τείνουν να εμπνέουν τους άλλους."
Η λέξη "self-bearing" αποτελείται από το πρόθημα "self", που σημαίνει "εαυτός", και το ρήμα "bearing", που προέρχεται από τη λέξη "bear", που σημαίνει "φέρνω" ή "στηρίζω". Έτσι, η έννοια της λέξης υποδηλώνει την ικανότητα ενός ατόμου να υποστηρίζει τον εαυτό του.
Συνώνυμα: - Αυτοδύναμος - Αυτοϋποστηριζόμενος
Αντώνυμα: - Εξαρτημένος - Ανίκανος να υποστηρίξει τον εαυτό του