Η λέξη "self-calibrating" λειτουργεί ως επίθετο.
/sɛlf ˈkælɪˌbreɪtɪŋ/
Η λέξη "self-calibrating" αναφέρεται σε συσκευές ή συστήματα που μπορούν να ρυθμίζουν αυτόματα τις παραμέτρους τους προκειμένου να διασφαλίσουν την ακριβή λειτουργία τους. Η χρήση αυτού του όρου συναντάται κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα και έχει να κάνει με τον ακριβή καθορισμό ή την προσαρμογή απόδοσης μιας συσκευής.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο από ότι στον προφορικό λόγο, δεδομένου ότι αφορά εξειδικευμένες τεχνολογικές ή επιστημονικές διευθύνσεις.
Ο αυτοκαλιμπραριζόμενος αισθητήρας αύξησε την ακρίβεια των μετρήσεων.
Many modern devices have self-calibrating features for better performance.
Πολλές σύγχρονες συσκευές διαθέτουν χαρακτηριστικά αυτοκαλιμπραρίσματος για καλύτερη απόδοση.
A self-calibrating system can save time during setup.
Η λέξη "self-calibrating" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σε περίπτωση που εξετάσουμε κάποιες σχετικές φράσεις, μπορούμε να πούμε:
Ένας αυτοκαλιμπραριζόμενος μηχανισμός είναι το κλειδί για την αυτοματοποίηση στη σύγχρονη τεχνολογία.
Engineers often prefer self-calibrating devices for their reliability.
Οι μηχανικοί συχνά προτιμούν τις αυτοκαλιμπραριζόμενες συσκευές για την αξιοπιστία τους.
The self-calibrating algorithm ensures data integrity in fluctuating environments.
Η λέξη "self-calibrating" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "self" (αυτο) και "calibrating" (καλιμπράρισμα), που αναφέρεται στη διαδικασία ρύθμισης ή προσαρμογής.
Συνώνυμα: - αυτοκαλιμπραρισμένος - αυτόματη ρύθμιση
Αντώνυμα: - μη καλιμπραρισμένος - χειροκίνητα ρυθμιζόμενος