Η λέξη "self-colored" αναφέρεται σε κάτι που έχει ένα ενιαίο ή μονοχρωματικό χρώμα, χωρίς σχέδια ή διαφορετικούς τόνους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις που αφορούν textiles, χρώματα και διακοσμητικά στοιχεία. Στην αγγλική γλώσσα, είναι πιο συχνός στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Η κουρτίνα είναι αυτοχρώμα, που διευκολύνει την αντιστοίχιση με άλλες διακοσμήσεις.
She prefers self-colored fabrics for a more elegant look.
Προτιμά τα αυτοχρώμα υφάσματα για μια πιο κομψή εμφάνιση.
The vase is self-colored without any patterns, which adds simplicity to the room.
Η λέξη "self-colored" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες εκφράσεις σχετικά με την αισθητική και το στυλ. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις.
Ο σχεδιαστής επέλεξε μια αυτοχρώμα διάταξη για να τονίσει την κομψότητα του δωματίου.
For the bridal shower, she opted for self-colored decorations to keep it classy.
Για το bridal shower, επέλεξε αυτοχρώμα διακοσμήσεις για να διατηρήσει την κομψότητα.
They decided on self-colored tablecloths for a more sophisticated dining experience.
Η λέξη "self-colored" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "self" (ο εαυτός) και "colored" (χρωματισμένος), όπου "self" υποδεικνύει την αυτονομία και την έλλειψη διαφοροποίησης στην απόχρωση.
Uniform (ομοιόμορφος)
Αντώνυμα