Self-compensation είναι ένα ουσιαστικό.
[sɛlfˌkɒmpənˈseɪʃən]
Η λέξη self-compensation αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο ή οργανισμός αντισταθμίζει τις απώλειες ή τις αδυναμίες του μέσω εσωτερικών πόρων ή μηχανισμών. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά, ψυχολογικά, και επιχειρηματικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι ελαφρώς πιο ενδιαφέρουσα σε γραπτά κείμενα όπως επιστημονικές εργασίες και άρθρα, σε σχέση με προφορικό λόγο.
Η αυτοαντιστάθμιση μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε δύσκολες καταστάσεις.
Many employees engage in self-compensation by taking on additional roles when needed.
Πολλοί υπάλληλοι συμμετέχουν σε αυτοαντιστάθμιση αναλαμβάνοντας επιπλέον ρόλους όταν χρειάζεται.
Self-compensation mechanisms are important in understanding personal finance management.
Η λέξη self-compensation δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με φράσεις που περιγράφουν την αυτο-θεραπεία ή την αυτο-υποστήριξη. Ορισμένες ιδιωματικές χρήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:
Το να σηκώνεσαι μόνος σου είναι μια μορφή αυτοαντιστάθμισης.
In tough times, self-compensation strategies can make a big difference.
Σε δύσκολες εποχές, οι στρατηγικές αυτοαντιστάθμισης μπορούν να κάνουν μεγάλη διαφορά.
Self-compensation often involves finding new ways to balance one's life.
Η λέξη προέρχεται από την ένωση της λέξης "self" (αυτός) και "compensation" (αντιστάθμιση/αποζημίωση). Το "self" ανήκει στην αγγλική γλώσσα και υποδηλώνει κάτι που προέρχεται από το άτομο, ενώ η "compensation" προέρχεται από την λατινική λέξη "compensatio".
Συνώνυμα: - Self-reparation - Self-adjustment
Αντώνυμα: - Neglect - Injustice
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική κατανόηση της έννοιας και της χρήσης της λέξης self-compensation στην αγγλική γλώσσα.