Self-conceit είναι ουσιαστικό.
/ˌsɛlf.kənˈsiːt/
Η λέξη self-conceit αναφέρεται σε μια υπερβολική ή αβάσιμη πεποίθηση για την προσωπική αξία ή ικανότητα κάποιου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που έχουν έναν υπερφίαλο ή ναρκισσιστικό χαρακτήρα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Η αυταρέσκεια του συχνά απομακρύνει τους φίλους του.
Self-conceit can lead to a lack of self-awareness.
Η αυταρέσκεια μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη αυτογνωσίας.
She was criticized for her self-conceit during the presentation.
Η λέξη self-conceit χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται μερικές προτάσεις που επηρεάζουν την έννοια της:
Πιασμένη στην αυταρέσκειά της, δεν κατάφερε να δει την αλήθεια.
Self-conceit blinds people to their true potential.
Η αυταρέσκεια τυφλώνει τους ανθρώπους από το πραγματικό τους δυναμικό.
His self-conceit is his biggest downfall.
Η αυταρέσκεια του είναι η μεγαλύτερη του κατάρρευση.
To overcome self-conceit, one must embrace humility.
Για να υπερνικήσει την αυταρέσκεια, πρέπει κανείς να αγκαλιάσει την ταπεινότητα.
Self-conceit can be a double-edged sword in relationships.
Η λέξη self-conceit προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης self (εαυτός) και της λέξης conceit (αυταρέσκεια ή υπερηφάνεια), που καταδεικνύει μια αίσθηση ικανοποίησης ή μεγαλομανίας σχετικά με τον εαυτό.
Συνώνυμα: - αυτοϊκανοποίηση - αλαζονεία - ναρκισσισμός
Αντώνυμα: - ταπεινότητα - αυτοκριτική - μετριοφροσύνη