Self-convolution είναι ουσιαστικό.
/ˈsɛlf.kənˈvʌl.ʃən/
Self-convolution αναφέρεται σε μια διαδικασία όπου μια συνάρτηση ή σήμα "συγκλίνει" με τον εαυτό του. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά και αναλύσεις σήματος, και είναι σημαντική στη θεωρία του σήματος και στη συστηματική ανάλυση. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά και μαθηματικά κείμενα.
The self-convolution of a function can reveal its properties.
Η αυτοσυγκολίαση μιας συνάρτησης μπορεί να αποκαλύψει τις ιδιότητές της.
In signal processing, self-convolution helps in analyzing the shape of the signal.
Στη διαδικασία σήματος, η αυτοσυγκολίαση βοηθά στην ανάλυση του σχήματος του σήματος.
Researchers often use self-convolution to improve the accuracy of their models.
Οι ερευνητές συχνά χρησιμοποιούν την αυτοσυγκολίαση για να βελτιώσουν την ακρίβεια των μοντέλων τους.
Self-convolution δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, δεδομένου ότι είναι ειδικοί όροι με μαθηματική ή επιστημονική βάση. Ωστόσο, παρακάτω είναι μερικές σχετικές προτάσεις που μπορεί να προστεθούν για διασαφήνιση:
Understanding self-convolution is crucial for advanced signal analysis.
Η κατανόηση της αυτοσυγκολίασης είναι κρίσιμη για την προχωρημένη ανάλυση σήματος.
The concept of self-convolution appears frequently in mathematical literature.
Η έννοια της αυτοσυγκολίασης εμφανίζεται συχνά στη μαθηματική λογοτεχνία.
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου συνδυάζεται το πρόθεμα "self-" (εαυτός) με το ουσιαστικό "convolution" (συγκολίαση). Η "συγκολίαση" αναφέρεται στην πράξη της "συγκολίας" ή "περιστροφής", ενισχύοντας την έννοια ότι το σήμα ή η συνάρτηση αναλύεται ή χρησιμοποιείται πάνω στον εαυτό της.
Συνώνυμα: - Auto-convolution - Self-folding
Αντώνυμα: - Non-self-convolution (δεν υπάρχει συνήθως) - Distortion (παραμόρφωση) - όταν αναφερόμαστε στην απώλεια της αρχικής μορφής κατά τη διαδικασία.