Self-drive είναι μια φράση που λειτουργεί ως ρήμα ή ουσιαστικό, ανάλογα με το πλαίσιο. Συχνά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να περιγράψει οχήματα που λειτουργούν αυτόματα χωρίς την ανάγκη ανθρώπινης παρέμβασης.
/sɛlf draɪv/
Η λέξη self-drive αναφέρεται στην ικανότητα ενός οχήματος να κινείται χωρίς την παρέμβαση ενός οδηγού. Συνήθως χρησιμοποιείται σε παραδείγματα της τεχνολογίας των αυτόνομων οχημάτων, όπως αυτοκίνητα που μπορούν να κινηθούν με τη βοήθεια αισθητήρων και αλγορίθμων. Η χρήση της έχει αυξηθεί με την πρόοδο της τεχνολογίας και την ανάπτυξη αυτόνομων συστημάτων οδήγησης.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε τεχνικά και γραπτά κείμενα, όπως άρθρα σχετικά με την αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ συναντάται και στον προφορικό λόγο στην ομιλία σχετικά με την τεχνολογία και την ασφάλεια.
Προτιμώ να παίρνω ένα αυτοοδηγούμενο αυτοκίνητο όταν ταξιδεύω για ευκολία.
Self-drive technology is revolutionizing the transportation industry.
Η τεχνολογία αυτοοδήγησης επαναστατεί τη βιομηχανία μεταφορών.
Many people are excited about the prospect of self-drive vehicles in the near future.
Η επανάσταση της αυτοοδήγησης αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε την κατοχή αυτοκινήτου.
Self-drive future - Το μέλλον της αυτοοδήγησης
Σε ένα μέλλον αυτοοδήγησης, τα τροχαία ατυχήματα μπορεί να μειωθούν σημαντικά.
Ready for the self-drive era - Έτοιμοι για την εποχή της αυτοοδήγησης
Οι εταιρείες επενδύουν πολλά για να είναι έτοιμες για την εποχή της αυτοοδήγησης.
Self-drive innovation - Καινοτομία στην αυτοοδήγηση
Η λέξη self προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "self," που σημαίνει «εαυτός», και η λέξη drive προέρχεται από την παλαιά αγγλική "drifan," που σημαίνει «να ωθήσω» ή «να οδηγώ». Συνδυάζονται για να περιγράψουν την ενεργή διαδικασία οδήγησης από τον εαυτό.
Συνώνυμα: - Αυτόνομο - Αυτοκίνητο χωρίς οδηγό
Αντώνυμα: - Καθοδηγούμενος - Παραδοσιακός οδηγός