self-ignition - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

self-ignition (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Self-ignition είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/sɛlf ɪɡˈnɪʃən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη self-ignition αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό ή μια ουσία φτάνει σε θερμοκρασία όπου αρχίζει να καίει χωρίς εξωτερική πηγή φωτιάς. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη χημεία, τη μηχανική και την πυρολογία.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικές εκθέσεις και ερευνητικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συνομιλίες που αφορούν επιστημονικές ή τεχνολογικές θεματολογίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The experiment demonstrated the self-ignition of certain chemicals under high pressure.
  2. Το πείραμα απέδειξε την αυτοανάφλεξη ορισμένων χημικών υπό υψηλή πίεση.

  3. Self-ignition is a risk in improperly stored fuels.

  4. Η αυτοανάφλεξη είναι κίνδυνος σε κακώς αποθηκευμένα καύσιμα.

  5. Understanding self-ignition can help improve safety measures in laboratories.

  6. Η κατανόηση της αυτοανάφλεξης μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των μέτρων ασφάλειας στα εργαστήρια.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "self-ignition" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με την έννοια της «αυτοανάφλεξης» ή της «αυτεπίγνωσης» σε μεταφορικό επίπεδο.

  1. "Be careful not to self-ignite under pressure."
  2. Να είσαι προσεκτικός ώστε να μην αυτοαναφλεγείς υπό πίεση.

  3. "His self-ignition of ideas creates a dynamic atmosphere."

  4. Η αυτοανάφλεξή του στις ιδέες δημιουργεί μια δυναμική ατμόσφαιρα.

  5. "In a heated discussion, emotions can often lead to self-ignition."

  6. Σε μια έντονη συζήτηση, τα συναισθήματα μπορούν συχνά να οδηγήσουν σε αυτοανάφλεξη.

Ετυμολογία

Η λέξη self-ignition προέρχεται από το στερητικό πρόθεμα self- που σημαίνει «αυτο-» και το ρήμα ignite, που προέρχεται από το Λατινικό ignīre, που σημαίνει «ανάβω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Self-ignition: αυτοανάφλεξη, αυτόματη ανάφλεξη

Αντώνυμα: - Extinguishment (σβήσιμο) - Non-flammability (μη αναφλέξιμοτητα)

Αυτή η λέξη είναι σημαντική σε πολλές επιστημονικές και τεχνολογικές εφαρμογές, και η κατανόησή της μπορεί να προωθήσει την ασφαλή συμβίωση με υλικά που είναι ευαίσθητα σε φωτιά.



25-07-2024