Self-ignition είναι ουσιαστικό.
/sɛlf ɪɡˈnɪʃən/
Η λέξη self-ignition αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό ή μια ουσία φτάνει σε θερμοκρασία όπου αρχίζει να καίει χωρίς εξωτερική πηγή φωτιάς. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη χημεία, τη μηχανική και την πυρολογία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικές εκθέσεις και ερευνητικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συνομιλίες που αφορούν επιστημονικές ή τεχνολογικές θεματολογίες.
Το πείραμα απέδειξε την αυτοανάφλεξη ορισμένων χημικών υπό υψηλή πίεση.
Self-ignition is a risk in improperly stored fuels.
Η αυτοανάφλεξη είναι κίνδυνος σε κακώς αποθηκευμένα καύσιμα.
Understanding self-ignition can help improve safety measures in laboratories.
Η λέξη "self-ignition" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με την έννοια της «αυτοανάφλεξης» ή της «αυτεπίγνωσης» σε μεταφορικό επίπεδο.
Να είσαι προσεκτικός ώστε να μην αυτοαναφλεγείς υπό πίεση.
"His self-ignition of ideas creates a dynamic atmosphere."
Η αυτοανάφλεξή του στις ιδέες δημιουργεί μια δυναμική ατμόσφαιρα.
"In a heated discussion, emotions can often lead to self-ignition."
Η λέξη self-ignition προέρχεται από το στερητικό πρόθεμα self- που σημαίνει «αυτο-» και το ρήμα ignite, που προέρχεται από το Λατινικό ignīre, που σημαίνει «ανάβω».
Συνώνυμα: - Self-ignition: αυτοανάφλεξη, αυτόματη ανάφλεξη
Αντώνυμα: - Extinguishment (σβήσιμο) - Non-flammability (μη αναφλέξιμοτητα)
Αυτή η λέξη είναι σημαντική σε πολλές επιστημονικές και τεχνολογικές εφαρμογές, και η κατανόησή της μπορεί να προωθήσει την ασφαλή συμβίωση με υλικά που είναι ευαίσθητα σε φωτιά.