self-incrimination: ουσιαστικό
/ˌsɛlf ɪnkrɪˈmeɪʃən/
Η λέξη "self-incrimination" αναφέρεται στην πράξη του να αποκαλύπτει κάποιος πληροφορίες ή στοιχεία που μπορούν να τον ενοχοποιήσουν για ένα ποινικό αδίκημα. Είναι συνήθως αντικείμενο νομικών διαδικασιών και δικαιωμάτων, ειδικά στο πλαίσιο διατάξεων που προστατεύουν τους κατηγορούμενους από την υποχρέωση να παρέχουν αποδείξεις εις βάρος τους.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και συζητήσεις, αλλά έχει και σχετική χρήση στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιπτώσεις συζητήσεων για ποινικά θέματα. Η συχνότητά της είναι μεσαία, καθώς ενδέχεται να μην χρησιμοποιείται καθημερινά από το ευρύ κοινό.
Αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση λόγω ανησυχιών σχετικά με την αυτοκαταγγελία.
The lawyer advised his client about the potential risks of self-incrimination in their testimony.
Ο δικηγόρος προειδοποίησε τον πελάτη του σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους της αυτοενοχοποίησης στη μαρτυρία τους.
Using silence as a form of self-incrimination can have serious consequences.
Η λέξη "self-incrimination" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες νομικές έννοιες. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις:
Η αποφυγή της αυτοκαταγγελίας είναι κρίσιμη κατά τη διάρκεια μιας αστυνομικής ανάκρισης.
The right against self-incrimination is a fundamental aspect of legal systems.
Το δικαίωμα κατά της αυτοκαταγγελίας είναι θεμελιώδες στοιχείο των νομικών συστημάτων.
Defendants often invoke their right to silence to protect themselves from self-incrimination.
Οι κατηγορούμενοι συνήθως επικαλούνται το δικαίωμά τους στη σιωπή για να προστατευτούν από την αυτοκαταγγελία.
In some jurisdictions, authorities must warn individuals of their rights against self-incrimination.
Η λέξη "self-incrimination" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου το "self" σημαίνει "αυτός" και "incrimination" προέρχεται από το ρήμα "incriminate", που σημαίνει "ενοχοποιώ". Το "incriminate" έχει τις ρίζες του στο λατινικό "incriminare", που σημαίνει "κατηγορώ".