self-incrimination - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

self-incrimination (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

self-incrimination: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ˌsɛlf ɪnkrɪˈmeɪʃən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "self-incrimination" αναφέρεται στην πράξη του να αποκαλύπτει κάποιος πληροφορίες ή στοιχεία που μπορούν να τον ενοχοποιήσουν για ένα ποινικό αδίκημα. Είναι συνήθως αντικείμενο νομικών διαδικασιών και δικαιωμάτων, ειδικά στο πλαίσιο διατάξεων που προστατεύουν τους κατηγορούμενους από την υποχρέωση να παρέχουν αποδείξεις εις βάρος τους.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και συζητήσεις, αλλά έχει και σχετική χρήση στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιπτώσεις συζητήσεων για ποινικά θέματα. Η συχνότητά της είναι μεσαία, καθώς ενδέχεται να μην χρησιμοποιείται καθημερινά από το ευρύ κοινό.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. He refused to answer the question due to concerns about self-incrimination.
  2. Αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση λόγω ανησυχιών σχετικά με την αυτοκαταγγελία.

  3. The lawyer advised his client about the potential risks of self-incrimination in their testimony.

  4. Ο δικηγόρος προειδοποίησε τον πελάτη του σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους της αυτοενοχοποίησης στη μαρτυρία τους.

  5. Using silence as a form of self-incrimination can have serious consequences.

  6. Η χρήση της σιωπής ως μορφή αυτοκαταγγελίας μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "self-incrimination" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες νομικές έννοιες. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις:

  1. Avoiding self-incrimination is crucial during a police interrogation.
  2. Η αποφυγή της αυτοκαταγγελίας είναι κρίσιμη κατά τη διάρκεια μιας αστυνομικής ανάκρισης.

  3. The right against self-incrimination is a fundamental aspect of legal systems.

  4. Το δικαίωμα κατά της αυτοκαταγγελίας είναι θεμελιώδες στοιχείο των νομικών συστημάτων.

  5. Defendants often invoke their right to silence to protect themselves from self-incrimination.

  6. Οι κατηγορούμενοι συνήθως επικαλούνται το δικαίωμά τους στη σιωπή για να προστατευτούν από την αυτοκαταγγελία.

  7. In some jurisdictions, authorities must warn individuals of their rights against self-incrimination.

  8. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, οι αρχές πρέπει να προειδοποιούν τα άτομα για τα δικαιώματά τους κατά της αυτοκαταγγελίας.

Ετυμολογία

Η λέξη "self-incrimination" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου το "self" σημαίνει "αυτός" και "incrimination" προέρχεται από το ρήμα "incriminate", που σημαίνει "ενοχοποιώ". Το "incriminate" έχει τις ρίζες του στο λατινικό "incriminare", που σημαίνει "κατηγορώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



25-07-2024