Το "self-mobilizing offshore vessel" είναι ένα ουσιαστικό.
/sɛlf ˈmoʊbɪlaɪzɪŋ ɔfˈʃɔr ˈvɛsəl/
Ο όρος "self-mobilizing offshore vessel" αναφέρεται σε πλοία που είναι ικανά να μετακινούνται μόνα τους σε ανοικτές θαλάσσιες περιοχές χωρίς την ανάγκη εξωτερικής ισχύος ή στήριξης. Συχνά χρησιμοποιούνται για εργασίες σε εξορυκτικά πεδία, εγκατάσταση υποβρύχιων κατασκευών ή προβλήματα διάσωσης. Αυτού του είδους τα πλοία είναι κοινά στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και σε κατασκευές στον βυθό της θάλασσας. Η χρήση τους είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να αναφέρονται σε τεχνικές συναντήσεις ή συνέδρια.
Το αυτοκινούμενο πλοίο ανοικτής θάλασσας ήταν έτοιμο να αποπλεύσει για την νέα του αποστολή.
Engineers praised the efficiency of the self-mobilizing offshore vessel during the operation.
Οι μηχανικοί επαίνεσαν την απόδοση του αυτοκινούμενου πλοίου ανοικτής θάλασσας κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.
The self-mobilizing offshore vessel can operate in various weather conditions.
Η φράση "self-mobilizing offshore vessel" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε επαγγελματικό και τεχνικό περιβάλλον. Ωστόσο, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία των πλοίων:
Το αυτοκινούμενο πλοίο ανοικτής θάλασσας είναι μια επαναστατική αλλαγή στις εργασίες στον βυθό της θάλασσας.
"Utilizing a self-mobilizing offshore vessel reduces downtime significantly."
Η χρήση ενός αυτοκινούμενου πλοίου ανοικτής θάλασσας μειώνει σημαντικά τον χρόνο αδράνειας.
"Safety protocols are critical for the operation of the self-mobilizing offshore vessel."
Οι πρωτόκολλοι ασφαλείας είναι κρίσιμοι για τη λειτουργία του αυτοκινούμενου πλοίου ανοικτής θάλασσας.
"The advancement of self-mobilizing offshore vessels has revolutionized marine construction."
Ο όρος "self-mobilizing offshore vessel" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις: - "self": αυτο (εννοώντας αυτονομία) - "mobilizing": από την λέξη "mobilize", που σημαίνει να κινητοποιεί ή να προετοιμάζει για δράση - "offshore": από την λέξη "offshore", η οποία αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από την ακτή - "vessel": από την λέξη "vessel", η οποία σημαίνει πλοίο ή σκάφος
Συνώνυμα: - αυτοκινούμενο σκάφος - πλοίο με αυτόνομη κινητικότητα
Αντώνυμα: - πλοίο εξωτερικής μεταφοράς - πλοίο με περιορισμένη κινητικότητα