Η λέξη "self-positioning" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "self-positioning" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /sɛlf pəˈzɪʃənɪŋ/
Η "self-positioning" αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία ένα άτομο καθορίζει και προβάλλει τη θέση ή την εικόνα του στον κόσμο ή σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε κοινωνικές ή επαγγελματικές καταστάσεις και σχετίζεται συχνά με την εικόνα του εαυτού και την αυτοεικόνα. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την προσωπική ανάπτυξη, μάρκετινγκ ή κοινωνικές επιστήμες.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά μέτρια, και παρατηρείται περισσότερο σε γραπτές αναφορές, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η αυτοτοποθέτηση είναι ουσιώδης για την αποτελεσματική δικτύωση σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον.
Many people struggle with self-positioning in their personal lives, affecting their relationships.
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται με την αυτοτοποθέτηση στην προσωπική τους ζωή, επηρεάζοντας τις σχέσεις τους.
In marketing, self-positioning is crucial to differentiate a brand from its competitors.
Η έννοια της αυτοτοποθέτησης χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Η αυτοτοποθέτηση στην αγορά εργασίας μπορεί να καθορίσει την επαγγελματική σας επιτυχία.
Through effective self-positioning, she secured a prominent role in her field.
Μέσω της αποτελεσματικής αυτοτοποθέτησης, εξασφάλισε έναν εξέχοντα ρόλο στο τομέα της.
His self-positioning as a thought leader has garnered him a significant following.
Η αυτοτοποθέτησή του ως ηγέτη σκέψης του έχει εξασφαλίσει μια σημαντική ακολουθία.
Self-positioning helps individuals convey their unique value in interviews.
Η αυτοτοποθέτηση βοηθά τους ανθρώπους να μεταφέρουν τη μοναδική τους αξία σε συνεντεύξεις.
Understanding your self-positioning can lead to better personal branding.
Η λέξη "self-positioning" προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων: "self" (αυτο-, που σημαίνει εαυτός) και "positioning" (τοποθέτηση), που προέρχεται από το ρήμα "position" (τοποθετώ) με την προσθήκη της κατάληξης -ing.
Συνώνυμα: - αυτοπαρουσίαση - αυτοδιάθεση
Αντώνυμα: - αυτοάγνοια - μη-καθορισμός