Self-rescuing είναι επίθετο.
/ˌsɛlf rɪˈskuːɪŋ/
Η λέξη "self-rescuing" αναφέρεται στη διαδικασία ή ικανότητα ενός ατόμου να σώζεται ή να ανακτά τον εαυτό του από δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις, συχνά χωρίς να απαιτεί εξωτερική βοήθεια. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που έχουν την ικανότητα να επιλύουν τα προβλήματά τους ή να βγάζουν τον εαυτό τους από δύσκολες συνθήκες, είτε σε φυσικές είτε σε ψυχολογικές καταστάσεις. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, ιδίως σε άρθρα ή βιβλία σχετικά με αυτοβοήθεια και ψυχολογία.
Αυτή είναι αυτοδιάσωσης σε περιόδους κρίσης.
Being self-rescuing can empower you to handle tough situations.
Το να είσαι αυτοδιάσωσης μπορεί να σε ενδυναμώσει να διαχειριστείς δύσκολες καταστάσεις.
He learned the importance of being self-rescuing after facing numerous challenges.
Η λέξη "self-rescuing" δεν είναι συνήθως μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που αποτυπώνουν την έννοια της αυτοδιάσωσης. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις που συνδέονται με την έννοια αυτή:
Σε μια νοοτροπία αυτοδιάσωσης, μπορείς να αντιμετωπίσεις οποιοδήποτε εμπόδιο.
Self-rescuing often leads to personal growth and resilience.
Η αυτοδιάσωσης συχνά οδηγεί σε προσωπική ανάπτυξη και ανθεκτικότητα.
Without self-rescuing skills, you may rely too much on others.
Η λέξη "self-rescuing" είναι ένας συνδυασμός της λέξης "self-" (αυτο-, που υποδηλώνει αυτονομία ή αυτοδιάθεση) και "rescuing" (διάσωση), που προέρχεται από το ρήμα "rescue" (να διασώσεις). Ο συνδυασμός αυτός δηλώνει την ικανότητα του ατόμου να διασώσει τον εαυτό του.
Συνώνυμα: - Αυτοδιάσωσης - Αυτοσώζων
Αντώνυμα: - Εξαρτημένος - Επιζών με τη βοήθεια άλλων
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "self-rescuing" και πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά.