Ουσιαστικό
/ˈsɛlfˈsiːlɪŋ taɪər/
Το "self-sealing tire" αναφέρεται σε ένα τύπο ελαστικού που έχει σχεδιαστεί για να κλείνει αυτόματα τυχόν τρύπες ή σχισμές που εμφανίζονται στην επιφάνειά του, προλαμβάνοντας τη μείωση της πίεσης του αέρα. Αυτά τα ελαστικά συνήθως περιέχουν ένα ειδικό πήκτωμα που βουλώνει τις τρύπες και επιτρέπει τη συνεχιζόμενη χρήση του ελαστικού χωρίς άμεση αντικατάσταση ή επισκευή.
Η φράση "self-sealing tire" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και της μηχανολογίας. Υπάρχει αυξανόμενη τάση χρήσης τέτοιων ελαστικών για αυτοκίνητα, ποδήλατα και άλλες οχήματα, λόγω της εξαιρετικής τους αντοχής σε τρυπήματα. Χρησιμοποιούνται περισσότερο στους εμπορικούς και τεχνικούς κλάδους από ό,τι στον προφορικό λόγο.
"I replaced my old tires with self-sealing tires last week."
"Αντικατέστησα τα παλιά μου ελαστικά με ελαστικά αυτοεπικλειόμενου τύπου την προηγούμενη εβδομάδα."
"Self-sealing tires are ideal for long road trips."
"Τα ελαστικά αυτοεπικλειόμενου τύπου είναι ιδανικά για μακρές οδικές εκδρομές."
"Many drivers prefer self-sealing tires because they reduce the risk of flat tires."
"Πολλοί οδηγοί προτιμούν τα ελαστικά αυτοεπικλειόμενου τύπου γιατί μειώνουν τον κίνδυνο φθαρμένων ελαστικών."
Ενδέχεται να μην υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τον όρο "self-sealing tire", αλλά η έννοιά του μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά σε συγκεκριμένα πλαίσια.
"Investing in self-sealing tires is like putting money into a safety net."
"Η επένδυση σε ελαστικά αυτοεπικλειόμενου τύπου είναι σαν να βάζεις χρήματα σε ένα δίχτυ ασφαλείας."
"Just like self-sealing tires, we all need a way to bounce back from life's punctures."
"Όπως και τα ελαστικά αυτοεπικλειόμενου τύπου, όλοι χρειαζόμαστε έναν τρόπο να ανατρέπουμε τις τρυπήματα της ζωής."
"Using self-sealing tires is a smart choice for those who face unpredictable roads."
"Η χρήση ελαστικών αυτοεπικλειόμενου τύπου είναι μια έξυπνη επιλογή για όσους αντιμέτωποι με απρόβλεπτους δρόμους."
Η φράση "self-sealing tire" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "self" σημαίνει αυτο- και "sealing" από το ρήμα "seal" που σημαίνει σφραγίζω, με το "tire" να αναφέρεται στο ελαστικό. Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει τη δυνατότητα του ελαστικού να σφραγίζει τον εαυτό του.
Συνώνυμα:
- αυτοεπιδιορθωτικό ελαστικό
- ελαστικό με αυτοκλείσιμο
Αντώνυμα:
- συμβατικό ελαστικό
- ελαστικό χωρίς αυτοεπιδιόρθωση