Semicolloid: Ουσιαστικό
Phonetic Transcription: /ˌsɛməˈkɔɪlɔɪd/
Η λέξη "semicolloid" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στα Αγγλικά και πιθανόν να αναφέρεται σε καταστάσεις ή σωμάτια που είναι εν μέρει κολοειδή, κάτι που θα μπορούσε να περιγράψει ουσίες που έχουν χαρακτηριστικά τόσο υγρού όσο και στερεού. Η χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά είναι αρκετά εξειδικευμένη, συχνά στον τομέα της χημείας ή της βιοχημείας. Ως εκ τούτου, η συχνότητα χρήσης της είναι πολύ χαμηλή και δεν εμφανίζεται συνήθως στον προφορικό λόγο.
Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε μια νέα ημι-κολοειδή ουσία στο μείγμα.
Semicolloid materials can show unique properties under various conditions.
Τα ημι-κολοειδή υλικά μπορούν να εμφανίζουν μοναδικές ιδιότητες υπό διάφορες συνθήκες.
Understanding semicolloid behavior is crucial for developing advanced materials.
Δεδομένου ότι η λέξη "semicolloid" είναι σπάνια και δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, δεν υπάρχουν καθιερωμένες φράσεις για την ενσωμάτωσή της. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε μερικές φράσεις που μπορεί να συναντήσουμε σε επιστημονικό περιβάλλον:
Οι ιδιότητες των ημι-κολοειδών διαλυμάτων συχνά ξαφνιάζουν τους ερευνητές.
Mixing semicolloid substances might yield unpredictable results.
Η ανάμειξη ημι-κολοειδών ουσιών μπορεί να δώσει απρόβλεπτα αποτελέσματα.
In analytical chemistry, identifying semicolloid phases is essential.
Η λέξη "semicolloid" προέρχεται από την πρόθεση "semi-", που σημαίνει «εν μέρει» και τον όρο "colloid", που προέρχεται από το ελληνικό "kolla", το οποίο σημαίνει «κόλλα» και αναφέρεται σε ουσίες που βρίσκονται σε κατάσταση ενδιάμεσης πτυχής μεταξύ στερεού και υγρού.
Συνώνυμα: Ημι-κολοειδές, ημι-κωλοειδές (σπάνια χρήση, περισσότερο από επιστημονική άποψη).
Αντώνυμα: - Κολοειδές (colloid) - Στερεό (solid) - Υγρό (liquid)
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να είναι χρήσιμες!