Ουσιαστικό
/ˌsɛmiɪnˈvɛrənt sɛt/
Ο όρος "semiinvariant set" αναφέρεται σε ένα σύνολο που διατηρεί κάποια μορφή ή χαρακτηριστικά όταν υπόκειται σε ορισμένες μετασχηματιστικές διαδικασίες, αλλά δεν είναι πλήρως σταθερό. Στη γλώσσα των μαθηματικών και της θεωρίας συνόλων, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε προχωρημένα μαθηματικά, όπως η γεωμετρία και η ανάλυση.
Ο όρος "semiinvariant set" δεν είναι καθημερινά χρησιμοποιούμενος και προτιμάται σε πιο εξειδικευμένα μαθηματικά ή επιστημονικά κείμενα. Είναι πιο συνηθισμένος σε γραπτά πλαίσια παρά στον προφορικό λόγο.
Η έννοια του ημι-μεταβλητού συνόλου είναι κρίσιμη στην προχωρημένη τοπολογία.
Researchers are exploring the properties of semiinvariant sets in mathematical analysis.
Οι ερευνητές εξετάζουν τις ιδιότητες των ημι-μεταβλητών συνόλων στην μαθηματική ανάλυση.
A semiinvariant set can show some stability under transformations.
Ο όρος "semiinvariant set" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τη χρήση της λέξης σε προτάσεις που αναφέρονται στην επιστήμη ή τα μαθηματικά, αν και αυτές δεν είναι ιδιωματικές εκφράσεις.
Η κατανόηση της έννοιας του ημι-μεταβλητού συνόλου είναι ένα σκαλοπάτι για περαιτέρω σπουδές στην τοπολογία.
In many fields, semiinvariant sets represent a middle ground between invariant and variant sets.
Η λέξη "semiinvariant" προέρχεται από το πρόθεμα "semi-" που σημαίνει "μισό" ή "μερικώς", και την λέξη "invariant", η οποία σημαίνει "σταθερός" ή "αμετάβλητος". Έτσι, η σύνθεση δηλώνει κάτι που είναι μερικώς σταθερό ή αμετάβλητο.
Συνώνυμα: - ημι-σταθερό σύνολο - μερικώς σταθερό σύνολο
Αντώνυμα: - μεταβλητό σύνολο - μη-σταθερό σύνολο
Η χρήση του όρου "semiinvariant set" στην επιστημονική ή ακαδημαϊκή γλώσσα απαιτεί προσεκτική μελέτη των χαρακτηριστικών και της φύσης αυτών των συνόλων στο πλαίσιο των μαθηματικών.