Semiliterate είναι επίθετο (adjective).
/ˌsɛmɪˈlɪt̬ərət/
Η λέξη "semiliterate" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει μόνο μερικές ή περιορισμένες ικανότητες αναγνώρισης και γραφής. Συνήθως αυτό σημαίνει ότι το άτομο μπορεί να διαβάσει και να γράψει σε βασικό επίπεδο, αλλά δεν έχει πλήρη ή καλή γνώση της γλώσσας ή της γραφής. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε εκπαιδευτικά πλαίσια και αναφέρεται σε άτομα που μπορεί να έχουν αποκτήσει ελάχιστη εκπαίδευση.
Ο όρος "semiliterate" πιθανώς χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις σχετικά με την εκπαίδευση και την αναλφαβητισμό.
Many people in remote areas are semiliterate and struggle with written communication.
Πολλοί άνθρωποι σε απομακρυσμένες περιοχές είναι ημιγράμματοι και παλεύουν με τη γραπτή επικοινωνία.
The government is implementing programs to help semiliterate adults improve their reading skills.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει προγράμματα για να βοηθήσει τους ημιγράμματους ενήλικες να βελτιώσουν τις αναγνωστικές τους ικανότητες.
Semiliterate individuals are at a disadvantage in today's digital world.
Οι ημιγράμματοι άτομα είναι σε μειονεκτική θέση στον σημερινό ψηφιακό κόσμο.
Δεν υπάρχουν πολλές καθολικά αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν την λέξη "semiliterate". Ωστόσο, είναι πιθανό να βρείτε την έννοια αυτής της λέξης να εμφανίζεται σε συζητήσεις ή κείμενα γύρω από την εκπαίδευση και τον αναλφαβητισμό. Ορισμένες διατυπώσεις που σχετίζονται με το θέμα περιλαμβάνουν:
"Addressing the needs of semiliterate populations is crucial for community development."
Η αντιμετώπιση των αναγκών των ημιγράμματων πληθυσμών είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη της κοινότητας.
"A semiliterate person may feel limited in their opportunities for employment."
Ένα ημιγράμματο άτομο μπορεί να αισθάνεται περιορισμένο στις ευκαιρίες απασχόλησής του.
"Education initiatives targeting semiliterate adults can transform lives."
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που στοχεύουν τους ημιγράμματους ενήλικες μπορούν να μεταμορφώσουν ζωές.
Η λέξη "semiliterate" προέρχεται από το πρόθεμα "semi-", που σημαίνει "μισό" ή "μερικός", και από την λέξη "literate", που σημαίνει "γραμματισμένος". Αυτή η σύνθεση υποδεικνύει την έννοια του μερικού γραμματισμού.
Συνώνυμα: - ημιμαθής - περιορισμένα γραμματισμένος
Αντώνυμα: - γραμματισμένος (literate) - ανήξερος (illiterate)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "semiliterate" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.