Semimicrochemical: μεταβατικός προσδιορισμός (adjective).
/ˌsɛmɪˌmaɪkroʊˈkɛmɪkəl/
Η λέξη "semimicrochemical" αναφέρεται σε χημικές διαδικασίες ή πειραματικές μεθόδους που πραγματοποιούνται σε μικρές κλίμακες, συνήθως για την ανάλυση ή τη σύνθεση χημικών ενώσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ερευνητικά συμφραζόμενα, όπου η ποσότητα των χημικών ουσιών είναι μικρή αλλά αρκετή για αξιόπιστη ανάλυση.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον επιστημονικό και προφορικό λόγο, με συχνότητα χρήσης που μπορεί να κυμανθεί ανάλογα με το πεδίο της χημείας και της ανάλυσης.
Η ημιμικροχημική μέθοδος επιτρέπει ακριβείς μετρήσεις των αντιδραστηρίων.
Research in semimicrochemical techniques has significantly advanced in recent years.
Η έρευνα στις ημιμικροχημικές τεχνικές έχει προχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Using semimicrochemical techniques can reduce the amount of waste produced in experiments.
Η "semimicrochemical" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, οι χημικές διαδικασίες που σχετίζονται με αυτήν την έννοια μπορεί να παρουσιαστούν σε διάφορους επιστημονικούς τομείς, όπως:
Η ημιμικροχημική ανάλυση είναι απαραίτητη στα σύγχρονα εργαστήρια.
The semimicrochemical approach to synthesis minimizes reagent consumption.
Η ημιμικροχημική προσέγγιση στη σύνθεση ελαχιστοποιεί την κατανάλωση αντιδραστηρίων.
In semimicrochemical experiments, accuracy is paramount.
Σε ημιμικροχημικά πειράματα, η ακρίβεια είναι πρωταρχικής σημασίας.
Developing new semimicrochemical methods can lead to significant cost savings.
Η λέξη "semimicrochemical" προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων "semi" (ημί) + "micro" (μικρό) + "chemical" (χημικός), υποδεικνύοντας τις ημι-μικρές κλίμακες που σχετίζονται με χημικές αναλύσεις.
Συνώνυμα - Μικροχημικός (Microchemical)
Αντώνυμα - Μακροχημικός (Macroscopic)