Semiporcelain είναι επίθετο.
/phʌnɪtiːk/ (IPA: /ˈsɛmɪˈpɔːrsleɪn/)
Η λέξη semiporcelain αναφέρεται σε μια κατηγορία κεραμικών υλών που περιέχουν πορσελάνη, αλλά δεν είναι πλήρως πορσελανικά. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει προϊόντα που διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά πορσελάνης, όπως η ανθεκτικότητα και η αισθητική, αλλά δεν είναι τόσο λεπτεπήνοα όσο η πλήρης πορσελάνη. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με κεραμικά, πιάτα, και διακοσμητικά αντικείμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, σε αγοραστικά ή τεχνικά κείμενα.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ημιπορσελάνη για να δημιουργήσει μια εντυπωσιακή βάζο.
Semiporcelain dishes are often more affordable than fine china.
Τα πιάτα ημιπορσελάνης είναι συχνά πιο προσιτά από την αγνή πορσελάνη.
When buying dinnerware, semiporcelain is a great choice for everyday use.
Η λέξη semiporcelain δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της ειδικής και τεχνικής φύσης της. Ωστόσο, η έννοια της μπορεί να σχετίζεται έμμεσα με θράσους περί ρηχότητας ή επιφανειακής αξίας σε κοινωνικές ομιλίες.
Είναι σαν να συγκρίνεις τη ημιπορσελάνη με την αγνή πορσελάνη σε όρους ποιότητας.
They put on their best semiporcelain for the dinner guests.
Η λέξη προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "semi-" (ημι-), που δηλώνει μερικότητα, και "porcelain" (πορσελάνη), αναφερόμενη σε μια ειδική κατηγορία κεραμικών.
Συνώνυμα: - Hemi-porcelain (ημιπορσελάνη) - Semi-vitreous (ημι-βιτρώδης)
Αντώνυμα: - Porcelain (πορσελάνη) - Vitreous (βιτρώδης)